213
νοικιάζω (to rent, let)
νοίκιασα
νοικιάζομαι
νοικιάστηκα
νοικιασμένος
νομίζω (to think)
νόμισα
νοσηλεύω (to nurse)
νοσήλευσα
νοσηλεύομαι
νοσηλεύτηκα/-θηκα
νοσηλευμένος
νοσταλγώ (to feel homesick)
νοστάλγησα
ντρέπομαι (to be embarrassed) ντράπηκα
ντροπιάζω (to shame)
ντρόπιασα
ντροπιάζομαι
ντροπιάστηκα
ντροπιασμένος
ντύνω (to dress)
έντυσα
ντύνομαι
ντύθηκα
ντυμένος
νυστάζω (to feel sleepy)
νύσταξα
νυσταγμένος
νυχτώνω (to get dark)
νύχτωσα
νυχτώνομαι
νυχτώθηκα
νυχτωμένος
Ξ
ξαλαφρώνω (to relieve)
ξαλάφρωσα
ξαλαφρωμένος
ξανανιώνω (to rejuvenate)
ξανάνιωσα/-ένιωσα
ξανανιωμένος
ξανοίγω (to open up)
ξάνοιξα
ξανοίγομαι
ξανοίχτηκα
ξαπλώνω (to lie down)
ξάπλωσα
ξαπλώνομαι
ξαπλώθηκα
ξαπλωμένος
ξαφνιάζω (to surprise, startle)
ξάφνιασα
ξαφνιάζομαι
ξαφνιάστηκα
ξαφνιασμένος
ξεβάφω (to discolour, lose colour)
ξέβαψα
ξεβάφομαι (to take offmake-up) ξεβάφτηκα
ξεβαμμένος
ξεθωριάζω (to fade)
ξεθώριασα
ξεθωριασμένος
ξεκουράζω (to give sb a rest)
ξεκούρασα
ξεκουράζομαι (to rest)
ξεκουράστηκα
ξεναγώ (to guide, show around)
ξενάγησα
ξεναγούμαι
ξεναγήθηκα
ξενιτεύομαι (to emigrate)
ξενιτεύτηκα
ξενιτεμένος
ξενοιάζω (to become carefree)
ξένοιασα
ξενυχτάω (to stay up late)
ξενύχτησα
ξενυχτισμένος
ξεπλένω (to rinse)
ξέπλυνα
ξεπλένομαι
ξεπλύθηκα
ξεπλυμένος
ξεπληρώνω (to pay off)
ξεπλήρωσα
ξεπληρώνομαι
ξεπληρώθηκα
ξεπληρωμένος
ξεραίνω (to dry out)
ξέρανα
ξεραίνομαι
ξεράθηκα
ξεραμένος
ξέρω (to know)
ήξερα
ξεσηκώνω (to incite, upset)
ξεσήκωσα
ξεσηκώνομαι
ξεσηκώθηκα
ξεσηκωμένος
ξεσπάω (to break out)
ξέσπασα
ξετρελαίνω (to drive mad)
ξετρέλανα
ξετρελαμένος
ξεφαντώνω (to enjoy oneself)
ξεφάντωσα
ξεφεύγω (to escape)
ξέφυγα
ξεφτιλίζω (to humiliate, to show up) ξεφτίλισα
ξεφτιλίζομαι
ξεφτιλίστηκα
ξεφτιλισμένος
ξεχνάω (to forget)
ξέχασα
ξεχνιέμαι
ξεχάστηκα
ξεχασμένος
ξηλώνω (to unstitch, demote)
ξήλωσα
ξηλώνομαι
ξηλώθηκα
ξηλωμένος
1...,203,204,205,206,207,208,209,210,211,212 214,215,216,217,218,219,220,221,222,223,...226