206
ήρθα/ήλθα [- έρθω/ ’ρθω]
επιζώ (to survive)
επέζησα
επιθυμώ (to wish)
επιθύμησα
επικοινωνώ (to communicate)
επικοινώνησα
επικρατώ (to prevail)
επικράτησα
επιλέγω (to choose)
επέλεξα
επιλέγομαι
επιλέχτηκα/-χθηκα
επιλεγμένος
επιμένω (to insist)
επέμεινα
επιπλέω (to float)
επέπλευσα
επισκέπτ(-φτ)ομαι (to visit)
επισκέφτηκα/-φθηκα
επιστρέφω (to return)
επέστρεψα
επιτίθεμαι (to attack)
επιτέθηκα
επιτρέπω (to allow, permit)
επέτρεψα
επιτυγχάνω/πετυχαίνω (to succeed) πέτυχα
επι(πε-)τυχημένος
επιχειρώ (to attempt)
επιχείρησα
επωφελoύμαι (to profit from) επωφελήθηκα
εργάζομαι (to work)
εργάστηκα
ερημώνω (to devastate)
ερήμωσα
ερημώνομαι
ερημώθηκα
ερημωμένος
έρχομαι (to come)
ερωτεύομαι (to fall in love)
ερωτεύτηκα
ερωτευμένος
(ε)ρωτώ (to ask)
(ε)ρώτησα
ερωτώμαι
(ε)ρωτήθηκα
ετοιμάζω (to prepare)
ετοίμασα
ετοιμάζομαι
ετοιμάστηκα
ετοιμασμένος
ευεργετώ (to benefit)
ευεργέτησα
ευεργετούμαι
ευεργετήθηκα
ευεργετημένος
ευνοώ (to favour)
ευνόησα
ευνοούμαι
ευνοήθηκα
ευνοημένος
ευχαριστώ (to thank)
ευχαρίστησα ευχαριστιέμαι/-ούμαι (to be pleased with) ευχαριστήθηκα
ευχαριστημένος
εύχομαι (to wish)
ευχήθηκα
εφαρμόζω (to fit, apply)
εφάρμοσα
εφαρμόζομαι
εφαρμόστηκα
εφαρμοσμένος
εφημερεύω (to be on duty)
εφημέρευσα
έχω (to have)
είχα
Ζ
ζαλίζω (to make dizzy)
ζάλισα
ζαλίζομαι
ζαλίστηκα
ζαλισμένος
ζαρώνω (to wrinkle, crease)
ζάρωσα
ζαρωμένος
ζεσταίνω (to heat up)
ζέστανα
ζεσταίνομαι
ζεστάθηκα
ζεσταμένος
ζηλεύω (to be jealous)
ζήλεψα
ζηλεμένος
ζημιώνω (to damage)
ζημίωσα
ζημιώνομαι
ζημιώθηκα
ζημιωμένος
ζητάω/-ώ (to ask for)
ζήτησα
ζητιέμαι/ζητούμαι
ζητήθηκα
1...,196,197,198,199,200,201,202,203,204,205 207,208,209,210,211,212,213,214,215,216,...226