201
βρέχω (to wet, dampen)
έβρεξα
βρέχομαι
βράχηκα
βρε(γ)μένος
βρέχει (imp. it rains)
έβρεξε
βρίσκω (to find)
βρήκα / (- βρω)
βρίσκομαι (to be located)
βρέθηκα
βυθίζω (to sink)
βύθισα
βυθίζομαι
βυθίστηκα
βυθισμένος
Γ
γαβγίζω (to bark)
γάβγισα
γαληνεύω (to calm down)
γαλήνεψα
γαληνεμένος
γαργαλάω/-ώ (to tickle)
γαργάλησα
γαργαλιέμαι
γαργαλήθηκα
γδύνω (to undress)
έγδυσα
γδύνομαι
γδύθηκα
γελάω/-ώ (to laugh)
γέλασα
γελιέμαι (to be deceived)
γελάστηκα
γελασμένος
γεμίζω (to fill)
γέμισα
γεμισμένος
γεννάω/-ώ (to give birth)
γέννησα
γεννιέμαι (to be born)
γεννήθηκα
γεννημένος
γερνάω/-ώ (to age)
γέρασα
γερασμένος
γέρνω (to bend)
έγειρα
γερμένος
γευματίζω (to lunch)
γευμάτισα
γιατρεύω (to heal)
γιάτρεψα
γιατρεύομαι
γιατρεύτηκα
γιατρεμένος
γίνομαι (to become)
έγινα
γινωμένος
γκρεμίζω (to demolish, throw down)
γκρέμισα
γκρεμίζομαι
γκρεμίστηκα
γκρεμισμένος
γκρινιάζω (to whine)
γκρίνιαξα
γλεντάω/-ώ (to have fun)
γλέντησα
γλιστράω/-ώ (to slip)
γλίστρησα
γλιτώνω (to escape, get rid of)
γλίτωσα
γλιτωμένος
γλυκαίνω (to sweeten)
γλύκανα
γλυκαίνομαι
γλυκάθηκα
γνωρίζω (to know, introduce)
γνώρισα
γνωρίζομαι
γνωρίστηκα
γνωρισμένος
γοητεύω (to charm)
γοήτευσα
γοητεύομαι
γοητεύθηκα
γοητευμένος
γουρλώνω (to stare)
γούρλωσα
γουρλωμένος
γουστάρω (to like, be keen on)
γούσταρα
γράφω (to write)
έγραψα
γράφομαι
γράφ(τ)ηκα,
γραμμένος
γυαλίζω (to shine)
γυάλισα
γυαλίζομαι
γυαλίστηκα
γυαλισμένος
γυμνάζω (to train)
γύμνασα
γυμνάζομαι (to exercise)
γυμνάστηκα
γυμνασμένος
γυρεύω (to look for, ask for)
γύρεψα
γυρίζω/γυρνάω/-ώ (to turn, return)
γύρισα
γυρισμένος
1...,191,192,193,194,195,196,197,198,199,200 202,203,204,205,206,207,208,209,210,211,...226