200
αρχίζω (to start)
άρχισα
ασχολούμαι (to be busy)
ασχολήθηκα
αφήνω (to leave, let)
άφησα
αφήνομαι
αφέθηκα
αφημένος
αφοσιώνομαι (todevoteoneself to)
αφοσιωμένος
Β
βαδίζω (to walk)
βάδισα
βάζω (to put)
έβαλα
βάλθηκα να... (to be determined)
βαραίνω (to gain weight)
βάρυνα
βαράω/-ώ (to hit, beat)
βάρεσα
βαριέμαι (to be bored)
βαρέθηκα
βαρεμένος
βαρύνω (to gain weight)
βάρυνα
βασανίζω (to torture)
βασάνισα
βασανίζομαι
βασανίστηκα
βασανισμένος
βασίζω (to base on)
βάσισα
βασίζομαι (to rely on)
βασίστηκα
βασισμένος
βασιλεύω (to reign)
βασίλευσα / -ψα
βαστάω/-ώ (to hold, carry)
βάσταξα/βάστηξα
βαφτίζω/βαπτίζω (to baptise, christen) βάφτισα/βάπτισα
βαφτίζομαι/βαπτίζομαι
βαφτ(-πτ)ίστηκα
βαφτ(-πτ)ισμένος
βάφω (to paint, dye)
έβαψα
βάφομαι
βάφτηκα
βαμμένος
βγάζω (to take off)
έβγαλα
βγαλμένος
βγαίνω (to go out)
βγήκα [-βγω]
βεβαιώνω (to confirm, ensure)
βεβαίωσα
βεβαιώνομαι (to be assured) βεβαιώθηκα
βεβαιωμένος
βελτιώνω (to improve)
βελτίωσα
βελτιώνομαι
βελτιώθηκα
βελτιωμένος
βηματίζω (to step, walk)
βημάτισα
βιάζομαι (to hurry, hasten)
βιάστηκα
(βε)βιασμένος
βιώνω (to experience)
βίωσα
βλάπτω/βλάφτω (to damage)
έβλαψα
βλαμμένος
βλέπω (to see, to look)
είδα [- δω]
ειδώθηκα
βοηθάω/-ώ (to help)
βοήθησα
βοηθιέμαι
βοηθήθηκα
βολεύω (to suit, be convenient)
βόλεψα βολεύομαι (to feel comfortable) βολεύτηκα
βολεμένος
βουλιάζω (to sink)
βούλιαξα
βουλιαγμένος
βουρκώνω (to mist with tears)
βούρκωσα
βουρκωμένος
βουρτσίζω (to brush)
βούρτσισα
βουτάω/-ώ (to dive, dip in)
βούτηξα
βουτήχτηκα
βουτηγμένος
βραβεύω (to award a prize)
βράβευσα
βραβεύομαι
βραβεύτηκα
βραβευμένος
βράζω (to boil)
έβρασα
βρασμένος
1...,190,191,192,193,194,195,196,197,198,199 201,202,203,204,205,206,207,208,209,210,...226