199
αναστατώνω (to upset)
αναστάτωσα
αναστατώνομαι
αναστατώθηκα
αναστατωμένος
αναστενάζω (to sigh)
αναστέναξα
ανατέλλω (to rise)
ανέτειλα/ανάτειλα
ανατινάζω (to blow up)
ανατίναξα
ανατινάζομαι
ανατινάχθηκα
ανατιναγμένος
ανατρέπω (to overturn)
ανέτρεψα
ανατρέπομαι
ανατράπηκα
ανατρέφω/-θρέφω (to raise, bring up)
ανέθρεψα/ανάθρεψα
ανατρέφομαι
ανατράφηκα
αναθρεμμένος
ανατριχιάζω (to shiver)
ανατρίχιασα
αναχωρώ (to depart, take off)
αναχώρησα
ανεβάζω (to raise, lift up)
ανέβασα
ανεβασμένος
ανεβαίνω (to walk up, go up)
ανέβηκα
ανήκω (to belong)
ανήκα
ανησυχώ (to worry)
ανησύχησα
ανοίγω (to open)
άνοιξα
ανοίγομαι
ανοίχτηκα
ανοιγμένος
ανταγωνίζομαι (to compete) ανταγωνίστηκα
ανταλλάσσω/-ζω (to exchange)
αντάλλαξα
ανταλλάσσομαι
ανταλλάχθηκα
ανταμείβω (to reward)
αντάμειψα
αντιγράφω (to copy)
αντέγραψα
αντιγράφομαι
αντιγράφηκα
αντιγραμμένος
αντιδρώ (to react)
αντέδρασα
αντιμιλάω/-ώ (to answer back)
αντιμίλησα
αντιμετωπίζω (to confront)
αντιμετώπισα
αντιμετωπίζομαι
αντιμετωπίστηκα
απαγορεύω (to forbid)
απαγόρευσα
απαγορεύομαι
απαγορεύτηκα
απαγορευμένος
απαιτώ (to claim)
απαίτησα
απαλλάσσω (to excuse, relieve)
απάλλαξα
απαλλάσσομαι
απαλλάχθηκα
απαλλαγμένος
απασχολώ (to employ, to occupy)
απασχόλησα απασχολούμαι (tooccupy oneself with) απασχολήθηκα
απασχολημένος
απαντώ (to answer)
απάντησα
απατάω/-ώ (to deceive, cheat)
απάτησα
απατώμαι
απατήθηκα
απατημένος
απλώνω (to spread out)
άπλωσα
απλώνομαι
απλώθηκα
απλωμένος
απογοητεύω (to disappoint)
απογοήτευσα
απογοητεύομαι
απογοητεύτηκα
απογοητευμένος
αποφασίζω (to decide)
αποφάσισα
αποφασίζομαι
αποφασίστηκα
αποφασισμένος
αποφεύγω (to avoid)
απέφυγα
αρέσω (to please)
άρεσα
(μου) αρέσει (to like)
(μου) άρεσε
αργώ (to be late)
άργησα
αρπάζω (to grab, snatch)
άρπαξα
αρπάζομαι
αρπάχτηκα
αρπαγμένος
αρρωσταίνω (to fall sick)
αρρώστησα
αρρωστημένος
1...,189,190,191,192,193,194,195,196,197,198 200,201,202,203,204,205,206,207,208,209,...226