202
διαπραγματεύομαι (to negotiate)
Δ
δαγκώνω (to bite)
δάγκωσα
δαγκώνομαι
δαγκώθηκα
δαγκωμένος
δακρύζω (to shed tears)
δάκρυσα
δακρυσμένος
δανείζω (to lend)
δάνεισα
δανείζομαι (to borrow)
δανείστηκα
δανεισμένος
δαπανάω/-ώ (to spend)
δαπάνησα
δειλιάζω (to hesitate, flinch)
δείλιασα
δειπνώ (to dine)
δείπνησα
δείχνω (to show, indicate)
έδειξα
δένω (to tie)
έδεσα
δένομαι
δέθηκα
δεμένος
δέρνω (to beat)
έδειρα
δαρμένος
δεσμεύω (to bind)
δέσμευσα
δεσμεύομαι
δεσμεύτηκα
δεσμευμένος
δέχομαι (to accept)
δέχτηκα
δηλώνω (to declare)
δήλωσα
δηλώνομαι
δηλώθηκα
δηλωμένος
δημιουργώ (to create)
δημιούργησα
δημιουργούμαι
δημιουργήθηκα
δημιουργημένος
διαβάζω (to read)
διάβασα
διαβάζομαι
διαβάστηκα
διαβασμένος
διαβαίνω (to pass through)
διάβηκα[-διαβώ]
διαβεβαιώνω/διαβεβαιώ (to assure)
διαβεβαίωσα
διαβεβαιώνομαι/διαβεβαιούμαι
διαγωνίζομαι (to take an exam)
διαγωνίστηκα
διαδηλώνω (to demonstrate)
διαδήλωσα
διαδίδω (to spread)
διέδωσα
διαδίδομαι
διαθόθηκα
διαδεδομένος
διαθέτω (to spare, have, dispose of)
διέθεσα
διατίθεμαι
διατέθηκα
διαιρώ (to divide)
διαίρεσα
διαιρούμαι
διαιρέθηκα
διαιρεμένος/διηρημένος
διαισθάνομαι (to forsee)
διαισθάνθηκα
διακινδυνεύω (to risk)
διακινδύνευσα/-ψα
διακόπτω (to interrupt)
διέκοψα
διακόπτομαι
διακόπηκα
διακεκομμένος
διακρίνω (to distinguish)
διέκρινα
διακρίνομαι
διακρίθηκα
διακεκριμένος
διαλέγω (to select)
διάλεξα
διαλεγμένος
διαλύω (to dissolve)
διέλυσα
διαλύομαι
διαλύθηκα
διαλυμένος
διαμαρτύρομαι (to protest)
διαμαρτυρήθηκα
διαμορφώνω (to shape)
διαμόρφωσα
διαμορφώνομαι
διαμορφώθηκα
διαμορφωμένος
διαπιστώνω (to find out)
διαπίστωσα
διαπιστώνεται
διαπιστώθηκε
διαπιστωμένος
διαπραγματεύτηκα/-θηκα
διαρκώ (to last)
διάρκεσα/διήρκησα
διασκεδάζω (to have fun)
διασκέδασα
διασπάω/-ώ (to break through)
διέσπασα
διασπώμαι
διασπάστηκα
διασπασμένος
διασχίζω (to cross)
διέσχισα
1...,192,193,194,195,196,197,198,199,200,201 203,204,205,206,207,208,209,210,211,212,...226