209
κατακτώ (to conquer)
κατέκτησα
κατακτιέμαι/κατακτώμαι
κατακτήθηκα
κατακτημένος
καταλαβαίνω (to understand)
κατάλαβα
καταλήγω (to end in)
κατέληξα
καταναλώνω (to consume)
κατανάλωσα
καταναλώνομαι
καταναλώθηκα
καταναλωμένος
κατανοώ (to understand, comprehend) κατανόησα
καταντάω/-ώ (to end up)
κατάντησα
καταπιάνομαι (to undertake) καταπιάστηκα
καταπλήσσω (to amaze, astonish)
κατέπληξα
καταπλήσσομαι
καταργώ (to abolish)
κατάργησα
καταργούμαι
καταργήθηκα
καταργημένος
καταριέμαι (to curse)
καταράστηκα
καταραμένος
καταρρέω (to collapse)
κατέρρευσα
καταρτίζω (to organize)
κατάρτισα
καταρτίζομαι
καταρτίστηκα
καταρτισμένος
κατασκευάζω (to construct)
κατασκεύασα
κατασκευάζομαι
κατασκευάστηκα κατασκευασμένος
κατασκοπεύω (to spy)
κατασκόπευσα
καταστρέφω (to destroy)
κατά-/κατέ-στρεψα
καταστρέφομαι
καταστράφηκα κατα-/κατε-στραμμένος
κατατάσσω (to classify)
κατέταξα
κατατάσσομαι
κατατάχθηκα
καταφέρνω (to manage, succeed)
κατάφερα
καταφεύγω (to take refuge in)
κατέφυγα
καταφτάνω/-φθάνω (to arrive)
κατέφτασα/-φθασα
κατεβάζω (to bring down)
κατέβασα
κατεβασμένος
κατεβαίνω (to gο down, get off)
κατέβηκα
κατευθύνω (to direct)
κατεύθυνα/κατηύθυνα κατευθύνομαι
κατευθύνθηκα
κατέχω (to possess)
κατείχα
κατηγορώ (to accuse)
κατηγόρησα
κατηγορούμαι
κατηγορήθηκα
κατηγορημένος
κατοικώ (to inhabit)
κατοίκησα
κατοικούμαι
κατοικήθηκα
κατοικημένος
κατορθώνω (to succeed)
κατόρθωσα
κατσουφιάζω (to grow moody)
κατσούφιασα
κατσουφιασμένος
κεντρίζω (to provoke)
κέντρισα
κερδίζω (to win)
κέρδισα
κερδίζομαι
κερδήθηκα
κερδισμένος
κερνάω/-ώ (to treat to)
κέρασα
κερνιέμαι
κεράστηκα
κερασμένος
κηδεύω (to have a funeral)
κήδεψα
κηδεύομαι (to be buried)
κηδεύτηκα
κηρύσσω (to declare)
κήρυξα
κηρύσσομαι
κηρύχτηκα/-χθηκα
κηρυγμένος
κινδυνεύω (to be in danger of)
κινδύνεψα/-σα
κινώ (to move)
κίνησα
κινούμαι
κινήθηκα
κιτρινίζω (to go yellow)
κιτρίνισα
κιτρινισμένος
1...,199,200,201,202,203,204,205,206,207,208 210,211,212,213,214,215,216,217,218,219,...226