218
σκύβω (to bow)
έσκυψα
σκυμμένος
σοβαρεύω (to get serious)
σοβάρεψα
σοβαρεύομαι
σοβαρεύτηκα
σπάω/σπάζω (to break)
έσπασα
σπάζομαι
σπάστηκα
σπασμένος
σπαταλάω/-ώ (to waste)
σπατάλησα
σπαταλιέμαι/-ώμαι
σπαταλήθηκα
σπαταλημένος
σπουδάζω (to study)
σπούδασα
σπουδασμένος/-γμένος
σπρώχνω (to push)
έσπρωξα
σπρώχνομαι
σπρώχτηκα
σπρωγμένος
σταματάω/-ώ (to stop)
σταμάτησα
σταματημένος
στεγνώνω (to dry)
στέγνωσα
στεγνωμένος
στέλνω (to send)
έστειλα
στέλνομαι
στάλθηκα
σταλμένος
στενο(/-α)χωρώ (to make sb upset)
στενο(/-α)χώρησα στενο(/-α)χωριέμαι (to worry)
στενο(/-α)χωρήθηκα στενο(/-α)χωρημένος
στερώ (to deprive)
στέρησα
στερούμαι
στερήθηκα
στερημένος
στήνω (to put up, set up)
έστησα
στήνομαι
στήθηκα
στημένος
στηρίζω (to support)
στήριξα
στηρίζομαι
στηρίχτηκα/-θηκα
στηριγμένος
στοιχίζω (to cost)
στοίχισα
στοιχίζομαι (to line up)
στοιχήθηκα
στοιχ(-ισ/-η)μένος
στολίζω (to decorate)
στόλισα
στολίζομαι
στολίστηκα
στολισμένος
στραβώνω (to blind, twist)
στράβωσα
στραβώνομαι
στραβώθηκα
στραβωμένος
στρέφω (to turn)
έστρεψα
στρέφομαι
στράφηκα
στραμμένος
στριμώχνω (to crowd, squaze)
στρίμωξα
στριμώχνομαι
στριμώχτηκα
στριμωγμένος
στρώνω (to lay)
έστρωσα
στρώνομαι
στρώθηκα
στρωμένος
συγγράφω (to write)
συνέγραψα
συγγράφομαι
συγγράφηκα
συγκατοικώ (to live with)
συγκατοίκησα
συγκεντρώνω (to gather)
συγκέντρωσα
συγκεντρώνομαι
συγκεντρώθηκα
συγκεντρωμένος
συγκρατώ (to hold, restrain)
συγκράτησα
συγκρατιέμαι/-ούμαι
συγκρατήθηκα
συγκρατημένος
συγκρίνω (to compare)
σύγκρινα/συνέκρινα συγκρίνομαι
συγκρίθηκα
συγχωράω/-ώ (to forgive)
συγχώρησα
συγχωριέμαι/-ούμαι
συγχωρήθηκα
συγχωρημένος
συζητάω/-ώ (to discuss)
συζήτησα
συζητιέμαι/-ούμαι
συζητήθηκα
συζητημένος
συμβαίνει (imp. it happens)
συνέβη/συνέβηκε
συμβάλλω (to contribute)
συνέβαλα
συμβεβλημένος
συμβιβάζω (to compromise)
συμβίβασα
συμβιβάζομαι
συμβιβάστηκα
συμβιβασμένος
συμβιώνω (to live together with)
συμβίωσα
συμβολίζω (to symbolize)
συμβόλισα
συμβολίζομαι
συμβολίστηκα
συμβολισμένος
συμβουλεύω (to advise)
συμβούλευσα
συμβουλεύομαι
συμβουλεύτηκα/-θηκα
συμμαχώ (to ally)
συμμάχησα
συμμετέχω (to take part, participate) συμμετείχα [-συμμετάσχω]
συμπαθώ (to like)
συμπάθησα
1...,208,209,210,211,212,213,214,215,216,217 219,220,221,222,223,224,225,226