219
συμπεραίνω (to conclude)
συμπέρανα
συμπίπτω (to coincide)
συνέπεσα
συμφέρει (imp. be in sb’s interest)
συνέφερε/-αν
συμφωνώ (to agree)
συμφώνησα
συμφωνούμαι
συμφωνήθηκα
συμφωνημένος
συναισθάνομαι (to feel)
συναισθάνθηκα
συναντάω/-ώ (to meet)
συνάντησα
συναντιέμαι/-ώμαι
συναντήθηκα
συναρπάζω (to fascinate)
συνάρπασα
συναχώνομαι (to catch a cold) συναχώθηκα
συναχωμένος
συνδέω (to connect)
συνέδεσα/σύνδεσα
συνδέομαι
συνδέθηκα
συνδε(δε)μένος
συνδυάζω (to combine)
συνδύασα
συνδυάζομαι
συνδυάστηκα
συνδυασμένος
συνεκτιμώ (to consider)
συνεκτίμησα
συνεκτιμώμαι
συνεκτιμήθηκα
συνεκτιμημένος
συνενώνω (to join, unite)
συνένωσα
συνενώνομαι
συνενώθηκα
συνενωμένος
συνεργάζομαι (to cooperate) συνεργάστηκα
συνεχίζω (to continue)
συνέχισα
συνεχίζομαι
συνεχίστηκα
συνηθίζω (to get used to)
συνήθισα
συνηθίζεται (imp.)
συνηθισμένος
συνθέτω (to compose)
σύνθεσα/-θεσα
συνιστώ (to recommend, constitute) συνέστησα
συνιστώμαι
συστάθηκα
συνοδεύω (to accompany)
συνόδευσα/-ψα
συνοδεύομαι
συνοδεύτηκα
συνοδευμένος
συντάσσω (to construct, write)
συνέταξα
συντάσσομαι
συντάχτηκα/-θηκα
συν(τε)ταγμένος
συντελώ (to contribute)
συντέλεσα/-ετέλεσα συντελούμαι
συντελέστηκα
συντελεσμένος
συντηρώ (to preserve)
συντήρησα
συντηρούμαι
συντηρήθηκα
συντηρημένος
σύρω (to trail)
έσυρα
σύρομαι
σύρθηκα
συρμένος
συστήνω (to introduce)
σύστησα
συστήνομαι
συστήθηκα
συστημένος
σφάλλω (to make a mistake)
έσφαλα
εσφαλμένος
σφίγγω (to tighten)
έσφιξα
σφίγγομαι
σφίχτηκα
σφιγμένος
σφουγγαρίζω (to sponge)
σφουγγάρισα
σφουγγαρίζομαι
σφουγγαρίστηκα σφουγγαρισμένος
σφυρίζω/σφυράω (to whistle)
σφύριξα
σχεδιάζω (to draw)
σχεδίασα
σχεδιάζομαι
σχεδιάστηκα
σχεδιασμένος
σχίζω (to tear off)
έσχισα
σχίζομαι
σχίστηκα
σχισμένος
σχηματίζω (to form)
σχημάτισα
σχηματίζομαι
σχηματίστηκα
σχηματισμένος
σχολιάζω (to make a comment)
σχολίασα
σχολιάζομαι
σχολιάστηκα
σχολιασμένος
σώζω (to save)
έσωσα
σώζομαι
σώθηκα
σωσμένος
Τ
ταΐζω (to feed)
τάισα
ταΐζομαι
ταΐστηκα
ταϊσμένος
1...,209,210,211,212,213,214,215,216,217,218 220,221,222,223,224,225,226