220
ταιριάζω (to match)
ταίριαξα
ταιριασμ(-γμ)ένος
ταλαιπωρώ (to give sb a rough time) ταλαιπώρησα
ταλαιπωρούμαι
ταλαιπωρήθηκα
ταλαιπωρημένος
ταξιδεύω (to travel)
ταξίδεψα
ταξιδεμένος
ταπεινώνω (to humiliate)
ταπείνωσα
ταπεινώνομαι (to humble)
ταπεινώθηκα
ταπεινωμένος
ταράζω (to upset)
τάραξα
ταράζομαι
ταράχτηκα
ταραγμένος
ταχυδρομώ (to post)
ταχυδρόμησα
ταχυδρομούμαι
ταχυδρομήθηκα
ταχυδρομημένος
τελειώνω (to finish)
τελείωσα/τέλειωσα
τελειωμένος
τεμαχίζω (to cut up)
τεμάχισα
τεμαχίζομαι
τεμαχίστηκα
τεμαχισμένος
τεντώνω (to stretch)
τέντωσα
τεντώνομαι
τεντώθηκα
τεντωμένος
τερματίζω (to terminate)
τερμάτισα
τερματίζομαι
τερματίστηκα
τερματισμένος
τηγανίζω (to fry)
τηγάνισα
τηγανίζομαι
τηγανίστηκα
τηγανισμένος
τηλεφωνώ (to call, telephone)
τηλεφώνησα
τηλεφωνιέμαι
τηλεφωνήθηκα
τιμωρώ (to punish)
τιμώρησα
τιμωρούμαι
τιμωρήθηκα
τιμωρημένος
τραβάω/ώ (to pull)
τράβηξα
τραβιέμαι
τραβήχτηκα
τραβηγμένος
τρέχω (to run)
έτρεξα
τρέμω (to shiver)
έτρεμα
τρυπάω/-ώ (to make a hole)
τρύπησα
τρυπιέμαι
τρυπήθηκα
τρυπημένος
τρώ(γ)ω (to eat)
έφαγα[-φάω]
τρώγομαι
φαγώθηκα
φαγωμένος
τσακώνω (to catch)
τσάκωσα
τσακώνομαι
τσακώθηκα
τσακωμένος
τσαλακώνω (to wringle)
τσαλάκωσα
τσαλακώνομαι
τσαλακώθηκα
τσαλακωμένος
τσαντίζω (to vex)
τσάντισα
τσαντίζομαι
τσαντίστηκα
τσαντισμένος
τσιγκλάω/-ώ (to prick, annoy)
τσίγκλησα
τσιμπάω/-ώ (to pinch, sting)
τσίμπησα
τσιμπιέμαι
τσιμπήθηκα
τσιμπημένος
τσουγκρίζω (to clink)
τσούγκρισα
τσουγκρίζομαι
τσουγκρίστηκα
τσουγκρισμένος
τυλίγω (to wrap)
τύλιξα
τυλίγομαι
τυλίχτηκα
τυλιγμένος
τυχαίνω (to happen)
έτυχα
Υ
υιοθετώ (to adopt)
υιοθέτησα
υιοθετούμαι
υιοθετήθηκα
υιοθετημένος
υπακούω (to obey)
υπάκουσα
υπάρχω (to be, to exist)
υπήρξα
υπενθυμίζω (to remind)
υπενθύμισα
υπερασπίζω (to defend)
υπεράσπισα
υπερασπίζομαι
υπερασπίστηκα
υπερβαίνω (to exceed)
υπερέβην[-υπερβώ]
υπερβάλλω (to exaggerate)
υπερέβαλα
1...,210,211,212,213,214,215,216,217,218,219 221,222,223,224,225,226