217
προσεγγίζω (to approach)
προσέγγισα
προσεγγίζομαι
προσεγγίστηκα
προσέρχομαι (to arrive)
προσήλθα
προσεύχομαι (to pray)
προσευχήθηκα
προσέχω (to pay attention)
πρόσεξα
προσέχομαι
προσέχτηκα
προσεγμένος
προσθέτω (to add)
πρόσθεσα
προσθέτομαι/προστίθεμαι
προστέθηκα
προσπαθώ (to try)
προσπάθησα
προστατεύω (to protect)
προστάτεψα/-ευσα
προστατεύομαι
προστατεύθηκα
προστατευμένος
προσφέρω (to offer)
πρόσφερα/προσέφερα προσφέρομαι
προσφέρθηκα
προτιμάω (to prefer)
προτίμησα
προτιμιέμαι/-ώμαι
προτιμήθηκα
προχωράω/-ώ (to advance)
προχώρησα
προχωρημένος
Ρ
ράβω (to sew)
έραψα
ράβομαι
ράφτηκα
ραμμένος
ραγίζω/ραΐζω (to crack)
ράγισα/ράισα
ραγισμένος
ρεζιλεύω (to humiliate)
ρεζίλεψα
ρεζιλεύομαι
ρεζιλεύτηκα
ρεζιλεμένος
ρίχνω (to throw, rush at)
έριξα
ρίχνομαι
ρίχτηκα
ριγμένος
ρουφάω/-ώ (to suck)
ρούφηξα
ρουφιέμαι
ρουφήχτηκα
ρουφηγμένος
ρυθμίζω (to regulate)
ρύθμισα
ρυθμίζομαι
ρυθμίστηκα
ρυθμισμένος
ρωτάω/-ώ (to ask)
ρώτησα
ρωτιέμαι
ρωτήθηκα
Σ
σαπίζω (to rot)
σάπισα
σαπισμένος
σβήνω (to put out, erase)
έσβησα
σβήνομαι
σβήστηκα
σβησμένος
σέβομαι (to respect)
σεβάστηκα
σέρνω (to drag)
έσυρα
σέρνομαι
σύρθηκα
συρμένος
σηκώνω (to raise)
σήκωσα
σηκώνομαι (to get up)
σηκώθηκα
σηκωμένος
σημειώνω (to note)
σημείωσα
σημειώνομαι
σημειώθηκα
σημειωμένος
σκάβω (to dig)
έσκαψα
σκάβομαι
σκάφτηκα
σκαμμένος
σκάζω/σκάω (to explode, crack)
έσκασα
σκασμένος
σκαρφαλώνω (to climb)
σκαρφάλωσα
σκαρφαλωμένος
σκεπάζω (to cover)
σκέπασα
σκεπάζομαι
σκεπάστηκα
σκεπασμένος
σκλαβώνω (to enslave)
σκλάβωσα
σκλαβώνομαι
σκλαβώθηκα
σκλαβωμένος
σκορπίζω/σκορπάω/-ώ (to spread about) σκόρπισα
σκορπίζομαι/ σκορπιέμαι
σκορπίστηκα
σκορπισμένος
σκοτώνω (to kill)
σκότωσα
σκοτώνομαι
σκοτώθηκα
σκοτωμένος
σκουπίζω (to sweep)
σκούπισα
σκουπίζομαι
σκουπίστηκα
σκουπισμένος
1...,207,208,209,210,211,212,213,214,215,216 218,219,220,221,222,223,224,225,226