223
χλομιάζω (to go pale)
χλόμιασα
χοντραίνω (to put on weight)
χόντρυνα
χορεύω (to dance)
χόρεψα
χορταίνω (to be full)
χόρτασα
χορτασμένος
χρειάζομαι (to need)
χρειάστηκα
χρεώνω (to charge for)
χρέωσα
χρεώνομαι
χρεώθηκα
χρεωμένος
χρησιμεύω (to be of use)
χρησίμευσα
χρησιμοποιώ (to use)
χρησιμοποίησα
χρησιμοποιούμαι
χρησιμοποιήθηκα
χρησιμοποιημένος
χρωματίζω (to color)
χρωμάτισα
χτενίζω (to comb)
χτένισα
χτενίζομαι
χτενίστηκα
χτενισμένος
χτίζω (to build)
έχτισα
χτίζομαι
χτίστηκα
χτισμένος
χτυπάω/-ώ (to hit)
χτύπησα
χτυπιέμαι
χτυπήθηκα
χτυπημένος
χύνω (to pour)
έχυσα
χύνομαι
χύθηκα
χυμένος
χωνεύω (to digest)
χώνεψα
χωνεύομαι
χωνεύτηκα
χωνεμένος
χώνω (to stick into, push into)
έχωσα
χώνομαι
χώθηκα
χωμένος
χωράω/-ώ (to contain, go into)
χώρεσα
χωρίζω (to separate)
χώρισα
χωρίζομαι
χωρίστηκα
χωρισμένος
Ψ
ψαρεύω (to fish)
ψάρεψα
ψαρεύομαι
ψαρεύτηκα
ψαρεμένος
ψαρώνω (to be gullible, be bewildered)
ψάρωσα
ψαρωμένος
ψάχνω (to search)
έψαξα
ψάχνομαι
ψάχτηκα
ψαγμένος
ψαχουλεύω (to look for)
ψαχούλεψα
ψηλώνω (to grow tall)
ψήλωσα
ψήνω (to bake)
έψησα
ψήνομαι
ψήθηκα
ψημένος
ψηφίζω (to vote)
ψήφισα
ψηφίζομαι
ψηφίστηκα
ψηφισμένος
ψιθυρίζω (to whisper)
ψιθύρισα
ψιχαλίζει (imp. it drizzles)
ψιχάλισε
ψυχαγωγώ (to amuse)
ψυχαγώγησα
ψυχαγωγούμαι
ψυχαγωγήθηκα
ψυχαγωγημένος
ψυχραίνω (to cool down)
ψύχρανα
ψυχραίνομαι
ψυχράθηκα
ψυχραμένος
ψωνίζω (to shop)
ψώνισα
Ω
ωριμάζω (to mature)
ωρίμασα
ωριμασμένος
ωφελώ (to benefit)
ωφέλησα
ωφελούμαι
ωφελήθηκα
ωφελημένος
1...,213,214,215,216,217,218,219,220,221,222 224,225,226