222
φορτίζω (to charge)
φόρτισα
φορτίζομαι
φορτίστηκα
φορτισμένος
φορτώνω (to load)
φόρτωσα
φορτώνομαι
φορτώθηκα
φορτωμένος
φουντώνω (to blaze up)
φούντωσα
φουντωμένος
φουσκώνω (to inflate)
φούσκωσα
φουσκωμένος
φρενάρω (to brake)
φρέναρισα/φρέναρα
φροντίζω (to take care of)
φρόντισα
φροντισμένος
φταίω (to be at fault)
έφταιξα
φτάνω/φθάνω (to reach, arrive)
έφτασα/έφθασα
φτασμένος
φτιάχνω (to make)
έφτιαξα
φτιάχνομαι
φτιάχτηκα
φτιαγμένος
φτωχαίνω (to impoverish)
φτώχυνα
φυλακίζω (to jail)
φυλάκισα
φυλακίζομαι
φυλακίστηκα
φυλακισμένος
φυλάω (to keep)
φύλαξα
φυλάγομαι
φυλάχτηκα
φυλαγμένος
φυτεύω (to plant)
φύτεψα
φυτεύομαι
φυτεύτηκα
φυτεμένος
φυτρώνω (to grow)
φύτρωσα
φυτρωμένος
φωνάζω (to call, shout)
φώναξα
φωτογραφίζω (to take photos)
φωτογράφισα
φωτογραφίζομαι
φωτογραφήθηκα φωτογραφημένος
φωτοτυπώ (to photocopy)
φωτοτύπησα
φωτοτυπούμαι
φωτοτυπήθηκα
φωτοτυπημένος
Χ
χαζεύω (to idle about)
χάζεψα
χαϊδεύω (to caress, to stroke)
χάιδεψα
χαϊδεύομαι
χαϊδεύτηκα
χαϊδεμένος
χαιρετάω/-ώ (to greet)
χαιρέτησα
χαίρομαι (to be happy)
χάρηκα
χαλαρώνω (to relax)
χαλάρωσα
χαλαρωμένος
χαλάω/-ώ (to spoil)
χάλασα
χαλασμένος
χαμηλώνω (to lower)
χαμήλωσα
χαμηλωμένος
χάνω (to loose)
έχασα
χάνομαι
χάθηκα
χαμένος
χαρακτηρίζω (to characterize)
χαρακτήρισα
χαρακτηρίζομαι
χαρακτηρίστηκα
χαρακτηρισμένος
χαρίζω (to donate)
χάρισα
χαρίζομαι
χαρίστηκα
χαρισμένος
χασμουριέμαι (to yawn)
χασμουρήθηκα
χασομεράω/-ώ (to waste my time)
χασομέρησα
χειμωνιάζει (imp. it is winter)
χειμώνιασε
χειροκροτάω/-ώ (to clap)
χειροκρότησα
χειρουργώ (to operate οn)
χειρούργησα
χειρουργούμαι
χειρουργήθηκα
χειρουργημένος
χιονίζει (imp. it snows)
χιόνισε
χιονισμένος
1...,212,213,214,215,216,217,218,219,220,221 223,224,225,226