214
ξοδεύω (to spend)
ξόδεψα
ξοδεύομαι
ξοδεύτηκα
ξοδεμένος
ξυρίζω (to shave)
ξύρισα
ξυρίζομαι
ξυρίστηκα
ξυρισμένος
Ο
οδηγώ (to drive, lead)
οδήγησα
οδηγούμαι
οδηγήθηκα
οδηγημένος
ολοκληρώνω (to complete)
ολοκλήρωσα
ολοκληρώνομαι
ολοκληρώθηκα
ολοκληρωμένος
ονειρεύομαι (to dream)
ονειρεύτηκα
ονειρεμένος
ονομάζω (to name)
ονόμασα
ονομάζομαι
ονομάστηκα
οπλίζω (to arm, equip)
όπλισα
οπλίζομαι
οπλίστηκα
οπλισμένος
οργανώνω (to organize)
οργάνωσα
οργανώνομαι
οργανώθηκα
οργανωμένος
ορίζω (to define)
όρισα
ορίζομαι
ορίστηκα
ορισμένος
ορκίζω (to put on oath)
όρκισα
ορκίζομαι (to swear)
ορκίστηκα
ορκισμένος
Π
παγώνω (to freeze)
πάγωσα
παγωμένος
παζαρεύω (to bargain)
παζάρεψα
παθαίνω (to suffer)
έπαθα
παιδεύω (to torture)
παίδεψα/παίδευσα
παιδεύομαι
παιδεύτηκα
παιδεμένος
παιδιαρίζω (to behave childishly)
παιδιάρισα
παίζω (to play)
έπαιξα
παίζομαι
παίχτηκα
παιγμένος
παινεύω (to praise)
παίνεψα
παινεύομαι
παινεύτηκα
παινεμένος
παίρνω (to take)
πήρα [-πάρω]
παίρνομαι
πάρθηκα
παρμένος
παλιώνω (to become old)
πάλιωσα
παλιωμένος
πανηγυρίζω (to celebrate)
πανηγύρισα
πανικοβάλλω (to panic)
πανικόβαλα
πανικοβάλλομαι
πανικοβλήθηκα
πανικοβλημένος
παντρεύω (to marry)
πάντρεψα
παντρεύομαι
παντρεύτηκα
παντρεμένος
παπαγαλίζω (to parrot)
παπαγάλισα
παραβαίνω (to violate)
παρέβην [-παραβώ]
παραβιάζω (to violate, break)
παραβίασα
παραβιάζομαι
παραβιάστηκα
παραβιασμένος
παράγω (to produce)
παρήγαγα [-παραγάγω] παράγομαι
παράχθηκα
παραδέχτηκα/-χθηκα
παραδίνω/παραδίδω (to deliver)
παρέδωσα
παραδίνομαι/παραδίδομαι (to surrender)
παραδόθηκα
παρα(δε-)δομένος
παραθερίζω (to spend the summer) παραθέρισα
παραιτούμαι (to resign)
παραιτήθηκα
παραιτημένος
παρακαλάω/-ώ (to request, plead)
παρακάλεσα
παρακαλούμαι
παρακαλέστηκα/-κλήθηκα
παραδέχομαι (to admit, confess)
1...,204,205,206,207,208,209,210,211,212,213 215,216,217,218,219,220,221,222,223,224,...226