216
περιμένω (to wait)
περίμενα
περισσεύω (to be in excess)
περίσσεψα
περιτριγυρίζω (to surround)
περιτριγύρισα
περιτριγυρίζομαι
περιτριγυρίστηκα περιτριγυρισμένος
περιφρονώ (to hold in contempt)
περιφρόνησα
περιφρονούμαι
περιφρονήθηκα
περιφρονημένος
περπατάω (to walk)
περπάτησα
περπατημένος
περνάω/-ώ (to pass, run through)
πέρασα
περνιέμαι
περάστηκα
περασμένος
πετάω/-ώ (to fly, throw)
πέταξα
πετάγομαι/πετιέμαι
πετάχτηκα
πετα(γ)μένος
πέφτω (to fall)
έπεσα
πεσμένος
πηδάω/-ώ (to jump)
πήδηξα
πηδιέμαι
πηδήχτηκα
πίνω (to drink)
ήπια [-πιω]
πίνομαι
πιωμένος
πιστεύω (to believe)
πίστεψα
πλακώνω (to crush, press down)
πλάκωσα
πλακώνομαι
πλακώθηκα
πλακωμένος
πλέκω (to knit)
έπλεξα
πλέκομαι
πλέχτηκα
πλεγμένος
πλένω (to wash)
έπλυνα
πλένομαι
πλύθηκα
πλυμένος
πληγώνω (to hurt)
πλήγωσα
πληγώνομαι
πληγώθηκα
πληγωμένος
πληρώνω (to pay)
πλήρωσα
πληρώνομαι
πληρώθηκα
πληρωμένος
πλησιάζω (to approach)
πλησίασα
πνίγω (to strangle, drown)
έπνιξα
πνίγομαι
πνίγηκα
πνιγμένος
πολεμάω/-ώ (to fight)
πολέμησα
πολεμούμαι
πολεμήθηκα
πονάω/-ώ (to hurt)
πόνεσα
πονεμένος
ποτίζω (to water)
πότισα
ποτίζομαι
ποτίστηκα
ποτισμένος
πουλάω/-ώ (to sell)
πούλησα
πουλιέμαι
πουλήθηκα
πουλημένος
πρέπει (imp. it must)
έπρεπε
προβλέπω (to forsee) πρόβλεψα/προέβλεψα
προβλέπομαι
προβλέφθηκα
προγραμματίζω (to plan)
προγραμμάτισα
προγραμματίζομαι
προγραμματίστηκα προγραμματισμένος
προδίδω (to betray)
πρόδωσα
προδίδομαι
προδόθηκα
προδομένος
προέρχομαι (to come from)
προήλθα
προετοιμάζω (to prepare)
προετοίμασα
προετοιμάζομαι
προετοιμάστηκα
προετοιμασμένος
προκαλώ (to provoke)
προκάλεσα
προκαλούμαι
προκλήθηκα
πρόκειται (imp. be going to)
επρόκειτο
προλαβαίνω (to have time to)
πρόλαβα
προλαμβάνω (to prevent)
πρόλαβα
προλαμβάνομαι
προλήφθηκα
προμηθεύω (to supply)
προμήθευσα
προμηθεύομαι
προμηθεύτηκα
προμηθευμένος
προορίζω (to destin)
προόρισα
προορίζομαι
προορίστηκα
προορισμένος
προσβάλλω (to attack, insult) πρόσβαλα/προσέβαλα
προσβάλλομαι
προσβλήθηκα
προσ(βε)βλημένος
1...,206,207,208,209,210,211,212,213,214,215 217,218,219,220,221,222,223,224,225,...226