221
υπερέχω (to excel)
υπερείχα
(υ)περηφανεύομαι (to take pride in) (υ)περηφανεύτηκα
υπογραμμίζω (to underline)
υπογράμμισα
υπογραμμίζομαι
υπογραμμίστηκα
υπογραμμισμένος
υπογράφω (to sign)
υπέγραψα
υπογράφομαι
υπογράφ(τ)ηκα
υπογεγραμμένος
υποδέχομαι (to welcome)
υποδέχτηκα
υποθέτω (to suppose)
υπέθεσα
υποκρίνομαι (to pretend)
υποκρίθηκα
υπολογίζω (to account, calculate)
υπολόγισα
υπολογίζομαι
υπολογίστηκα
υπολογισμένος
υπομένω (to sustain)
υπέμεινα
υπονοώ (to imply)
υπονόησα
υποπτεύομαι (to suspect)
υποπτεύθηκα
υποστηρίζω (to support)
υποστήριξα
υποστηρίζομαι
υποστηρίχτηκα
υποστηριγμένος
υπόσχομαι (to promise)
υποσχέθηκα
υπεσχημένος
υποτάσσω (to subordinate)
υπέταξα
υποτάσσομαι
υποτάχτηκα[-υποταγώ] υποταγμένος
υποτιμώ (to underestimate)
υποτίμησα
υποτιμώμαι
υποτιμήθηκα
υποτιμημένος
υποφέρω (to suffer)
υπέφερα
υποφέρομαι
υποχρεώνω (to oblige)
υποχρέωσα
υποχρεώνομαι/-ούμαι
υποχρεώθηκα
υποχρεωμένος
υποχωρώ (to retreat)
υποχώρησα
υποψιάζομαι (to suspect)
υποψιάστηκα
υποψιασμένος
υψώνω (to raise)
ύψωσα
υψώνομαι
υψώθηκα
υψωμένος
Φ
φαίνομαι (to appear)
φάνηκα
φανερώνω (to reveal)
φανέρωσα
φανερώνομαι
φανερώθηκα
φανερωμένος
φαντάζομαι (to imagine)
φαντάστηκα
φαντασμένος
φέρ(ν)ω (to bring)
έφερα
φέρομαι
φέρθηκα
φερμένος
φεύγω (to leave)
έφυγα
φθείρω (to wear out)
έφθειρα
φθείρομαι
φθάρηκα
φθαρμένος
φιλοξενώ (to offer hospitality)
φιλοξένησα
φιλοξενούμαι
φιλοξενήθηκα
φιλοξενημένος
φιλάω/-ώ (to kiss)
φίλησα
φιλιέμαι
φιλήθηκα
φιλημένος
φιλοδοξώ (to be ambitious)
φιλοδόξησα
φοβάμαι (to be afraid of, fear) φοβήθηκα
φοβίζω (to frighten)
φόβισα
φοβισμένος
φοράω/-ώ (to wear)
φόρεσα
φοριέμαι
φορέθηκα
φορεμένος
φορολογώ (to tax)
φορολόγησα
φορολογούμαι
φορολογήθηκα
φορολογημένος
1...,211,212,213,214,215,216,217,218,219,220 222,223,224,225,226