211
λαχανιάζω (to pant)
λαχάνιασα
λαχανιασμένος
λαχταράω/-ώ (to crave)
λαχτάρησα
λείπω (to be missing)
έλειψα
λερώνω (to dirty)
λέρωσα
λερώνομαι
λερώθηκα
λερωμένος
λέω/λέγω (to say)
είπα [-πω]
λέγομαι
ειπώθηκα
ειπωμένος
λήγω (to come to an end)
έληξα
ληγμένος
λησμονάω/-ώ (to forget)
λησμόνησα
λησμονιέμαι/λησμονούμαι
λησμονήθηκα
λησμονημένος
ληστεύω (to rob)
λήστεψα
λιποθυμώ (to faint)
λιποθύμησα
λιώνω (to melt)
έλιωσα
λιωμένος
λογαριάζω (to count, reckon)
λογάριασα
λογαριάζομαι
λογαριάστηκα
λογαριασμένος
λούζω (to wash hair)
έλουσα
λούζομαι
λούστηκα
λουσμένος
λύνω (to solve)
έλυσα
λύνομαι
λύθηκα
λυμένος
λυπώ (to sadden)
λύπησα
λυπάμαι/λυπούμαι (to be sorry)
λυπήθηκα
λυπημένος
λυσσάω/-ώ (to be mad at/with, be rabid) λύσσαξα
λυσσασμένος
λυτρώνω (to relieve)
λύτρωσα
λυτρώνομαι
λυτρώθηκα
λυτρωμένος
Μ
μαγειρεύω (to cook)
μαγείρεψα
μαγειρεύομαι
μαγειρεύτηκα
μαγειρεμένος
μαγεύω (to charm)
μάγεψα
μαγεύομαι
μαγεύτηκα
μαγεμένος
μαζεύω (to gather)
μάζεψα/έμασα
μαζεύομαι
μαζεύτηκα
μαζεμένος
μαθαίνω (to learn)
έμαθα
μαθαίνομαι
μαθεύτηκε(itbecameknown) μαθημένος
μαλακώνω (to soften)
μαλάκωσα
μαλακωμένος
μαλώνω (to quarrel)
μάλωσα
μαλωμένος
μαρτυράω/-ώ (to give evidence, tell on)
μαρτύρησα
μαρτυρημένος
μασάω/-ώ (to chew)
μάσησα
μασιέμαι
μασήθηκα
μασημένος
ματώνω (to bleed)
μάτωσα
ματώνομαι
ματώθηκα
ματωμένος
μαχαιρώνω (to stab)
μαχαίρωσα
μαχαιρώνομαι
μαχαιρώθηκα
μαχαιρωμένος
μεγαλώνω (to bring up, grow up)
μεγάλωσα
μεγαλωμένος
μεθάω/-ώ (to get drunk)
μέθυσα
μεθυσμένος
μειώνω (to reduce)
μείωσα
μειώνομαι
μειώθηκα
μειωμένος
μελετάω/-ώ (to study)
μελέτησα
μελετώμαι
μελετήθηκα
μελετημένος
μένω (to stay)
έμεινα
μεταβάλλω (to change, transform)
μετέβαλα
μεταβάλλομαι
μεταβλήθηκα
μεταβεβλημένος
μεταδίδω (to spread, infect)
μετέδωσα
μεταδίδομαι
μεταδόθηκα
1...,201,202,203,204,205,206,207,208,209,210 212,213,214,215,216,217,218,219,220,221,...226