210
κλαίω (to cry)
έκλαψα
κλαίγομαι
κλάφτηκα
κλαμένος
κλέβω (to steal)
έκλεψα
κλέβομαι
κλέφτηκα/κλάπηκα
κλεμμένος
κλειδώνω (to lock)
κλείδωσα
κλειδώνομαι
κλειδώθηκα
κλειδωμένος
κλείνω (to close)
έκλεισα
κλείνομαι
κλείστηκα
κλεισμένος
κληρώνω (to choose by lot)
κλήρωσα
κληρώνομαι
κληρώθηκα
κληρωμένος
κλοτσάω/-ώ (to kick)
κλότσησα
κόβω (to cut)
έκοψα
κόβομαι
κόπηκα
κομμένος
κοιμάμαι (to sleep)
κοιμήθηκα
κοιμίζω (to put sb to bed)
κοίμισα
κοιμισμένος
κοιτάζω/κοιτάω/-ώ (to look at)
κοίταξα
κοιτάζομαι/κοιτιέμαι
κοιτάχτηκα
κοιταγμένος
κολλάω/-ώ (to stick, glue)
κόλλησα
κολλημένος
κολυμπάω/-ώ (to swim)
κολύμπησα
κοντεύω (to get near)
κόντεψα
κοστίζω (to cost)
κόστισα
κουβαλάω/-ώ (to carry)
κουβάλησα
κουβαλιέμαι
κουβαλήθηκα
κουβαλημένος
κουβεντιάζω (to have a chat)
κουβέντιασα
κουνάω/-ώ (to shake)
κούνησα
κουνιέμαι
κουνήθηκα
κουνημένος
κουράζω (to tire)
κούρασα
κουράζομαι
κουράστηκα
κουρασμένος
κουρεύω (to cut sb’s hair)
κούρεψα
κουρεύομαι
κουρεύτηκα
κουρεμένος
κουτσομπολεύω (to gossip)
κουτσομπόλεψα
κρατάω/-ώ (to hold)
κράτησα
κρατιέμαι/-ούμαι
κρατήθηκα
κρατημένος
κρεμάω/-ώ (to hang)
κρέμασα
κρεμιέμαι
κρεμάστηκα
κρεμασμένος
κρίνω (to judge)
έκρινα
κρίνομαι
κρίθηκα
κρύβω (to hide)
έκρυψα
κρύβομαι
κρύφτηκα
κρυμμένος
κρυολογώ (to catch a cold)
κρυολόγησα
κρυολογημένος
κρυώνω (to feel cold)
κρύωσα
κρυωμένος
κυκλοφορώ (to circulate)
κυκλοφόρησα
κυλάω/-ώ (to roll)
κύλησα
κυλιέμαι
κυλίστηκα
κυλισμένος
κυνηγάω/-ώ (to hunt)
κυνήγησα
κυνηγιέμαι
κυνηγήθηκα
κυνηγημένος
κυριαρχώ (to dominate)
κυριάρχησα
κυριαρχούμαι
κυριαρχήθηκα
κυριαρχημένος
Λ
λάμπω (to shine)
έλαμψα
λασπώνω (to cover with mud)
λάσπωσα
λασπώνομαι
λασπώθηκα
λασπωμένος
λατρεύω (to adore)
λάτρεψα
λατρεύομαι
λατρεύτηκα
λατρεμένος
1...,200,201,202,203,204,205,206,207,208,209 211,212,213,214,215,216,217,218,219,220,...226