205
εντοπίζω (to locate)
εντόπισα
εντοπίζομαι
εντοπίστηκα
εντοπισμένος
εντυπώνω (to imprint)
εντύπωσα
εντυπώνομαι
εντυπώθηκα
εντυπωμένος
εντυπωσιάζω (to impress)
εντυπωσίασα
εντυπωσιάζομαι
εντυπωσιάστηκα
εντυπωσιασμένος
ενώνω (to unite)
ένωσα
ενώνομαι
ενώθηκα
ενωμένος
εξαγριώνω (to make wild)
εξαγρίωσα
εξαγριώνομαι
εξαγριώθηκα
εξαγριωμένος
εξαιρώ (to exempt)
εξαίρεσα
εξαιρούμαι
εξαιρέθηκα
εξαιρεμένος
εξακολουθώ (to continue)
εξακολούθησα
εξακριβώνω (to find out)
εξακρίβωσα
εξακριβώνομαι
εξακριβώθηκα
εξακριβωμένος
εξαλείφω (to delete)
εξάλειψα
εξαλείφομαι
εξαλείφθηκα
εξαντλώ (to exhaust)
εξάντλησα
εξαντλούμαι
εξαντλήθηκα
εξαντλημένος
εξαπλώνω (to spread)
εξάπλωσα
εξαπλώνομαι
εξαπλώθηκα
εξαπλωμένος
εξαρτώ (to depend)
εξάρτησα
εξαρτιέμαι/εξαρτώμαι
εξαρτήθηκα
εξαρτημένος
εξασφαλίζω (to ensure)
εξασφάλισα
εξασφαλίζομαι
εξασφαλίστηκα
εξασφαλισμένος
εξαφανίζω (to hide)
εξαφάνισα
εξαφανίζομαι (to disappear) εξαφανίστηκα
εξαφανισμένος
εξερευνώ (to explore)
εξερεύνησα
εξερευνούμαι/-ώμαι
εξερευνήθηκα
εξηγώ (to explain)
εξήγησα
εξηγούμαι
εξηγήθηκα
εξηγημένος
εξοντώνω (to exterminate)
εξόντωσα
εξοντώνομαι
εξοντώθηκα
εξοντωμένος
εξορίζω (to exile)
εξόρισα
εξορίζομαι
εξορίστηκα
εξορισμένος
εξοφλώ (to pay off)
εξόφλησα
εξοφλούμαι
εξοφλήθηκα
εξοφλημένος
εξυπηρετώ (to serve)
εξυπηρέτησα
εξυπηρετούμαι
εξυπηρετήθηκα
εορτάζω (to celebrate)
εόρτασα
επαινώ (to praise)
επαίνεσα
επαινούμαι
επαινέθηκα
επαναλαμβάνω (to repeat)
επανέλαβα
επαναλαμβάνομαι
επαναλήφθηκα
επανειλημμένος
επαναστατώ (to revolt)
επαναστάτησα
επαναστατημένος
επείγει (imp. it is urgent)
επείγομαι
επεκτείνω (to extend)
επέκτεινα/επεξέτεινα
επεκτείνομαι
επεκτάθηκα
επεκ(τε)ταμένος
επενδύω (to invest)
επένδυσα
επενδύομαι
επενδύθηκα
επεν(δε)δυμένος
επεξηγώ (to explain)
επεξήγησα
επεξηγούμαι
επεξηγήθηκα
επεξηγημένος
επηρεάζω (to influence)
επηρέασα
επηρεάζομαι
επηρεάστηκα
επηρεασμένος
επιβαρύνω (to make worse)
επιβάρυνα
επιβαρύνομαι
επιβαρύνθηκα επι(βε)βαρημένος
επιβεβαιώνω (to confirm)
επιβεβαίωσα
επιβεβαιώνομαι
επιβεβαιώθηκα
επιβεβαιωμένος
επιβιώνω (to survive)
επιβίωσα
επιδιορθώνω (to repair, mend)
επιδιόρθωσα
επιδιορθώνομαι
επιδιορθώθηκα
επιδιορθωμένος
επιδιώκω (to be after)
επιδίωξα
επιδρώ (to affect)
επέδρασα
1...,195,196,197,198,199,200,201,202,203,204 206,207,208,209,210,211,212,213,214,215,...226