198
List of verbs
Α
αγαπάω/-ώ (to love)
αγάπησα
αγαπιέμαι
αγαπήθηκα
αγαπημένος
αγγίζω (to touch)
άγγιξα
αγκαλιάζω (to hug)
αγκάλιασα
αγκαλιάζομαι
αγκαλιάστηκα
αγκαλιασμένος
αγοράζω (to buy)
αγόρασα
αγοράζομαι
αγοράστηκα
αγορασμένος
αδειάζω (to empty)
άδειασα
αδιαφορώ (to ignore, neglect)
αδιαφόρησα
αδικώ (to be unfair)
αδίκησα
αδικούμαι
αδικήθηκα
αδικημένος
αδυνατίζω (to lose weight)
αδυνάτισα
αδυνατισμένος
αθλούμαι (to exercise)
αθλήθηκα
αισθάνομαι (to feel)
αισθάνθηκα
ακολουθώ (to follow)
ακολούθησα
ακουμπάω/-ώ (to touch)
ακούμπησα
ακουμπισμένος
ακούω (to hear, listen)
άκουσα
ακούγομαι
ακούστηκα
αλείφω (to spread)
άλειψα
αλείφομαι
αλείφτηκα
αλειμμένος
αλλάζω (to change)
άλλαξα
αλλάζομαι
αλλάχτηκα
αλλαγμένος
αλληλογραφώ (to correspond)
αλληλογράφησα
αμείβω (to reward)
αμείβομαι
αμείφτηκα/-φθηκα
αμελώ (to neglect)
αμέλησα
αμφιβάλλω (to doubt)
αμφέβαλα
αμφισβητώ (to question)
αμφισβήτησα
αμφισβητούμαι
αμφισβητήθηκα
αμφισβητημένος
ανάβω (to light, turn on)
άναψα
αναμμένος
αναγκάζω (to force)
ανάγκασα
αναγκάζομαι
αναγκάστηκα
αναγκασμένος
αναγνωρίζω (to recognize)
αναγνώρισα
αναγνωρίζομαι
αναγνωρίστηκα
αναγνωρισμένος
αναδεικνύω (to show / tomake known) ανέδειξα
αναδεικνύομαι
αναδείχθηκα
αναδεδειγμένος
αναζητάω (to ask for, search)
αναζήτησα
αναθέτω (to assign)
ανέθεσα/ανάθεσα
αναθεωρώ (to revise)
αναθεώρησα
αναθεωρούμαι
αναθεωρήθηκα
αναθεωρημένος
ανακατεύω (to mix)
ανακάτεψα
ανακατεύομαι
ανακατεύτηκα
ανακατεμένος
ανακαλύπτω (to find out, discover)
ανακάλυψα
ανακαλύπτομαι
ανακαλύφτηκα/-φθηκα
ανακατώνω (to mix)
ανακάτωσα
ανακατώνομαι
ανακατώθηκα
ανακατωμένος
ανακοινώνω (to announce, inform)
ανακοίνωσα
ανακοινώνομαι
ανακοινώθηκα
ανακοινωμένος
ανακουφίζω (to relieve)
ανακούφισα
ανακουφίζομαι
ανακουφίστηκα
ανακουφισμένος
αναπτύσσω (to develop)
ανέπτυξα
αναπτύσσομαι
αναπτύχθηκα
ανα/ανεπτυγμένος
1...,188,189,190,191,192,193,194,195,196,197 199,200,201,202,203,204,205,206,207,208,...226