203
διασώζω (to rescue)
διέσωσα
διατάζω (to order)
διέταξα
διατεταγμένος
διαταράσσω (to disturb)
διατάραξα
διαταράσσομαι
διαταράχθηκα
διαταραγμένος
διατηρώ (to keep, preserve)
διατήρησα
διατηρούμαι
διατηρήθηκα
διατηρημένος
διατυπώνω (to phrase)
διατύπωσα
διατυπώνομαι
διατυπώθηκα
διατυπωμένος
διαφέρω (to differ)
διέφερα
διαφημίζω (to advertise)
διαφήμισα
διαφημίζομαι
διαφημίστηκα
διαφημισμένος
διαφυλάσσω/-ττω (to protect)
διαφύλαξα
διαφυλλάσσομαι/-ττομαι
διαφυλάχτηκα/-χθηκα
διαφυλαγμένος
διαφωνώ (to disagree)
διαφώνησα
διαχωρίζω (to dissociate)
διαχώρισα
διαχωρίζομαι
διαχωρίστηκα
διαχωρισμένος
διαψεύδω (to contradict)
διέψευσα
διαψεύδομαι
διαψεύστηκα
διδάσκω (to teach)
δίδαξα
διδάσκομαι
διδάχτηκα
διδαγμένος
διεκδικώ (to claim)
διεκδίκησα
διερωτώμαι (to wonder)
διερωτήθηκα
διευθύνω (to direct)
διεύθυνα/διηύθυνα
διευκολύνω (to facilitate)
διευκόλυνα
διευκρινίζω (to clarify)
διευκρίνισα
διευκρινίζομαι
διευκρινίστηκα
διηγήθηκα
δικάζω (to judge)
δίκασα
δικάζομαι
δικάστηκα
δικαιολογώ (to justify)
δικαιολόγησα
δικαιολογούμαι
δικαιολογήθηκα
δικαιολογημένος
δίνω (to give)
έδωσα
δίνομαι
δόθηκα
δοσμένος / δεδομένος
διοικώ (to administer)
διοίκησα
διοικούμαι
διοικήθηκα
διοργανώνω (to organise)
διοργάνωσα
διοργανώνομαι
διοργανώθηκα
διορθώνω (to correct)
διόρθωσα
διορθώνομαι
διορθώθηκα
διορθωμένος
διστάζω (to hesitate)
δίστασα
διψάω/-ώ (to be thirsty)
δίψασα
διψασμένος
διώχνω (to chase, throw out of)
έδιωξα
διώχνομαι
διώχτηκα
διωγμένος
δοκιμάζω (to try)
δοκίμασα
δοκιμάζομαι
δοκιμάστηκα
δοκιμασμένος
δοξάζω (to glorify)
δόξασα
δοξασμένος
δουλεύω (to work)
δούλεψα
δροσίζω (to cool)
δρόσισα
δροσίζομαι
δροσίστηκα
δυσαρεστώ (to dissatisfy, displease)
δυσαρέστησα
δυσαρεστούμαι
δυσαρεστήθηκα
δυσαρεστημένος
δυσκολεύω (to complicate)
δυσκόλεψα
δυσκολεύομαι (tohavedifficulty) δυσκολεύτηκα
δωρίζω (to donate)
δώρισα
διηγούμαι/διηγιέμαι (to narrate)
1...,193,194,195,196,197,198,199,200,201,202 204,205,206,207,208,209,210,211,212,213,...226