208
θυσιάζω (to sacrifice)
θυσίασα
θυσιάζομαι
θυσιάστηκα
θυσιασμένος
Ι
ιδρύω (to found)
ίδρυσα
ιδρύομαι
ιδρύθηκα
ιδρυμένος
ιδρώνω (to sweat)
ίδρωσα
ιδρωμένος
ικανοποιώ (to satisfy)
ικανοποίησα
ικανοποιούμαι
ικανοποιήθηκα
ικανοποιημένος
ισορροπώ (to balance)
ισορρόπησα
ισορροπημένος
ισχύω (to be valid)
ίσχυσα
ισχυρίζομαι
ισχυρίστηκα
Κ
καβγαδίζω (to quarrel)
καβγάδισα
καθαρίζω (to clean)
καθάρισα
καθαρίζομαι
καθαρίστηκα
καθαρισμένος
καθησυχάζω (to calm)
καθησύχασα
καθησυχασμένος
καθιερώνω (to establish)
καθιέρωσα
καθιερώνομαι
καθιερώθηκα
καθιερωμένος
καθιστώ (to settle, establish)
κατέστησα
κατεστημένος
κάθομαι (to sit)
κάθισα/έκατσα
καθισμένος
καθρεφτίζω (to mirror, reflect)
καθρέφτισα
καθρεφτίζομαι
καθρεφτίστηκα
καθρεφτισμένος
καθυστερώ (to delay)
καθυστέρησα
καθυστερημένος
καίω (to burn)
έκαψα
καίγομαι
κάηκα
καμένος
κακομαθαίνω (to spoil)
κακό(-έ)μαθα
κακομαθημένος
καλαμπουρίζω (to joke)
καλαμπούρισα
καλημερίζω (to say good morning)
καλημέρισα
καληνυχτίζω (to say good night)
καληνύχτισα
καλλιεργώ (to cultivate, grow)
καλλιέργησα
καλλιεργούμαι
καλλιεργήθηκα
καλλιεργημένος
καλύπτω (to cover)
κάλυψα
καλύπτομαι
καλύφτηκα/-φθηκα
καλυμμένος
καλώ (to invite, call)
κάλεσα
καλούμαι
καλέστηκα/κλήθηκα
καλεσμένος
κανονίζω (to regulate, arrange)
κανόνισα
κανονίζομαι
κανονίστηκα
κανονισμένος
κάνω (to do)
έκανα/έκαμα
καμωμένος
καπνίζω (to smoke)
κάπνισα
καπνισμένος
καρφώνω (to nail)
κάρφωσα
καρφώνομαι
καρφώθηκα
καρφωμένος
καταγγέλλω (to accuse)
κατήγγειλα/κατάγγειλα
καταγγέλλομαι
καταγγέλθηκα
καταγγελμένος
καταδικάζω (to condemn)
καταδίκασα
καταδικάζομαι
καταδικάστηκα
καταδικασμένος
καταθέτω (to testify)
κατάθεσα/κατέθεσα καταθέτομαι/κατατίθεμαι
κατατέθηκα
κατατεθειμένος
κατακρίνω (to criticise)
κατέκρινα
κατακρίνομαι
κατακρίθηκα
1...,198,199,200,201,202,203,204,205,206,207 209,210,211,212,213,214,215,216,217,218,...226