212
μεταθέτω (to remove, transfer)
μετέθεσα
μεταθέτομαι/μετατίθεμαι
μετατέθηκα
μετατεθειμένος
μετακινώ (to remove)
μετακίνησα
μετακινούμαι
μετακινήθηκα
μετακινημένος
μετακομίζω (to move house)
μετακόμισα
μεταμορφώνω (to transform)
μεταμόρφωσα
μεταμορφώνομαι
μεταμορφώθηκα
μεταμορφωμένος
μεταμφιέζω (to disguise)
μεταμφίεσα
μεταμφιέζομαι
μεταμφιέστηκα
μεταμφιεσμένος
μετανιώνω (to regret)
μετάνιωσα
μετανιωμένος
μεταρρυθμίζω (to reform)
μεταρρύθμισα
μεταρρυθμίζομαι
μεταρρυθμίστηκα μεταρρυθμισμένος
μετατρέπω (to divert)
μετάτρεψα/μετέτρεψα μετατρέπομαι
μετατράπηκα
μεταφέρω (to convey, transport)
μετέφερα
μεταφέρομαι
μεταφέρθηκα
μεταφερμένος
μεταφράζω (to translate)
μετάφρασα/μετέφρασα μεταφράζομαι
μεταφράστηκα
μεταφρασμένος
μετράω/-ώ (to count)
μέτρησα
μετριέμαι
μετρήθηκα
μετρημένος
μηδενίζω (to annihilate, reset)
μηδένισα
μηδενίζομαι
μηδενίστηκα
μηδενισμένος
μικραίνω (to make small)
μίκρυνα
μιλάω/-ώ (to speak)
μίλησα
μιλιέμαι
μιλήθηκα
μιλημένος
μιμούμαι (to imitate)
μιμήθηκα
μισώ (to hate)
μίσησα
μισούμαι/-ιέμαι
μισήθηκα
μισημένος
μοιάζω (to look like)
έμοιασα
μοιράζω (to share, divide)
μοίρασα
μοιράζομαι
μοιράστηκα
μοιρασμένος
μολύνω (to pollute)
μόλυνα
μολύνομαι
μολύνθηκα
μολυσμένος
μορφώνω (to educate)
μόρφωσα
μορφώνομαι
μορφώθηκα
μορφωμένος
μουρμουρίζω/-άω (to murmur)
μουρμούρισα
μοχθώ (to work hard)
μόχθησα
μπαίνω (to enter)
μπήκα[-μπω]
μπασμένος
μπερδεύω (to confuse)
μπέρδεψα
μπερδεύομαι
μπερδεύτηκα
μπερδεμένος
μπλέκω (to mix up)
έμπλεξα
μπλέκομαι
μπλέχτηκα
μπλεγμένος
μπορώ (to be able/can)
μπόρεσα
μπουχτίζω (to be fed up with)
μπούχτισα
μπουχτισμένος
N
ναρκώνω (to anaesthetize)
νάρκωσα
ναρκώνομαι
ναρκώθηκα
ναρκωμένος
νευριάζω (to make sb nervous)
νευρίασα
νευριασμένος
νικάω/-ώ (to win)
νίκησα
νικιέμαι (to be defeated)
νικήθηκα
νικημένος
νιώθω (to feel)
ένιωσα
νοιάζομαι (to take care of)
νοιάστηκα
1...,202,203,204,205,206,207,208,209,210,211 213,214,215,216,217,218,219,220,221,222,...226