207
ζητιανεύω (to beg)
ζητιάνεψα
ζητωκραυγάζω (to cheer)
ζητωκραύγασα
ζορίζω (to force)
ζόρισα
ζορίζομαι (to have difficulty) ζορίστηκα
ζορισμένος
ζουζουνίζω (to hum)
ζουζούνισα
ζουλάω/-ώ (to squeeze)
ζούληξα/ζούλησα
ζουλιέμαι
ζουλίχτηκα
ζουλιγμένος
ζυγίζω (to weigh)
ζύγισα
ζυγίζομαι
ζυγίστηκα
ζυγισμένος
ζυγώνω (to bring near, approach)
ζύγωσα
ζυμώνω (to knead)
ζύμωσα
ζυμώνομαι
ζυμώθηκα
ζυμωμένος
ζω (to live)
έζησα
ζωγραφίζω (to paint)
ζωγράφισα
ζωγραφίζομαι
ζωγραφίστηκα
ζωγραφισμένος
ζωηρεύω (to liven up)
ζωήρεψα
Η
ημερώνω (to calm down)
ημέρωσα
ημερώνομαι
ημερώθηκα
ημερωμένος
ηρεμώ (to relax)
ηρέμησα
ησυχάζω (to quieten)
ησύχασα
ησυχασμένος
ηχογραφώ (to record)
ηχογράφησα
ηχογραφούμαι
ηχογραφήθηκα
ηχογραφημένος
Θ
θάβω (to bury)
έθαψα
θάβομαι
θάφτηκα/τάφηκα θαμμένος
θαμπώνω (to dazzle)
θάμπωσα
θαμπώνομαι
θαμπώθηκα
θαμπωμένος
θαυμάζω (to admire)
θαύμασα
θαυμάζομαι
θαυμάστηκα
θέλω (to want)
ήθελα/θέλησα
ηθελημένος
θερίζω (to reap)
θέρισα
θερίζομαι
θερίστηκα
θερισμένος
θερμαίνω (to heat)
θέρμανα
θερμαίνομαι
θερμάνθηκα
θερμασμένος
θέτω (to lay, set)
έθεσα
θέτομαι/τίθεμαι
ετέθην/τέθηκα[-τεθώ]
θεωρώ (to consider)
θεώρησα
θεωρούμαι
θεωρήθηκα
θεωρημένος
θίγω (to touch, offend)
έθιξα
θίγομαι
θίχτηκα/θίχθηκα
θιγμένος
θλίβω (to sadden)
έθλιψα
θλίβομαι
(τε) θλιμμένος
θολώνω (to blur)
θόλωσα
θολωμένος
θρηνώ (to mourn)
θρήνησα
θρηνούμαι
θρηνήθηκα
θριαμβεύω (to triumph)
θριάμβευσα
θυμάμαι/ούμαι (to remember) θυμήθηκα
θυμίζω (to remind)
θύμισα
θυμώνω (to get angry)
θύμωσα
θυμωμένος
1...,197,198,199,200,201,202,203,204,205,206 208,209,210,211,212,213,214,215,216,217,...226