161
ανθρώπου να εξοικονομήσει χρόνο σε πολλές εκδηλώσεις της καθημερινής του ζωής. Στη
συνέχεια, αναζητάτε τα αίτια της επικράτησης των γρήγορων και εντατικών ρυθμών ζωής. Τέλος,
επισημαίνετε τον αντίκτυπο αυτής της συμπεριφοράς του ανθρώπου στην ποιότητα της ζωής
του.
Το να συμπιέσει κανείς το χρόνο που δεν αποτελείται από σημαντικά γεγονότα, για να
επιμηκύνει κάποιον άλλο χρόνο που τον περιμένει πλούσιο σε βιώματα «ποιότητας»,
είναι μια καλή τακτική: επιστρέφω με το ταχύτερο μέσο στο σπίτι από τη δουλειά
μου, για ν’ απολαύσω μουσική μαζί με αγαπητούς φίλους. Τέτοια δεν είναι η βιασύνη
του σημερινού
ανθρώπου. Αυτή μοιάζει με άγχος. Έτσι το τυχόν κέρδος μας από τη
συμπίεση του χρόνου το θυσιάζουμε ανώφελα.
Χρονοκτόνους ονομάζουν μερικοί τους ανθρώπους της αγχώδους βιασύνης. Λάθος.
Δεν «σκοτώνεται» ο χρόνος, αυτοί «σκοτώνουν» την ψυχή τους, όταν την καταδικάζουν
σ’ ένα ασταμάτητο κυνηγητό. Οι άνθρωποι της εποχής μας διαρκώς φεύγουν. Φεύγουν
από ποιόν;
- Από τον εαυτό τους. Τρέχουν, για να μη τον συναντήσουν και αναγκαστούν να
λογαριαστούν μαζί του. Απόδειξη το γεγονός ότι αποστρέφονται την περισυλλογή
και τον αργό ρυθμό της ζωής.
[Ευ. Π. Παπανούτσος, «Το πάθος της ταχύτητας»,
Η κρίση του πολιτισμού μας
,
εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1985, σ. 258. Διασκευή].
Ένας κόσμος που προχωρεί με τον ρυθμό του καλπασμού είναι ο κόσμος μας. Ένας
εφιαλτικός, θα έλεγα σωστότερα, κόσμος που άλλο δεν κάνει παρά να λαχανιάζει
και να νιώθει σαν το άλογο τον αφρό να ξεχειλίζει από τα φλεγόμενα χείλη του.
[…] Είναι απαραίτητο να το νιώσουμε πως το ασθματικό περπάτημα, η ορμητική
αρματηλασία δεν πρόκειται να μας βγει σε καλό. Επιταχύνουμε τα πάντα με την
ελπίδα πως πολλά θα κερδίσουμε με την αέναη επιτάχυνση και δεν κερδίσαμε παρά το
«λαχάνιασμα», που μας εμποδίζει να δούμε τον κόσμο με ήρεμο μάτι –να ξαναδούμε
τα πάντα με ήρεμο μάτι και να το αποφασίσουμε πια πως διαρκής σπουδή δεν είναι
ο καταλληλότερος τρόπος να ζήσουμε τη ζωή που μας απομένει. Αυτό είναι τρομερό
να το ξαναλέει και να το ξανανιώθει κανείς: τη ζωή που μας απομένει μονομιάς ο
τόπος στενεύει, ο καιρός συντομεύεται, τα πάντα συγκλίνουν προς ένα κέντρο που
ολοένα και συσπειρώνεται, που ολοένα και συσφαιρώνεται, που ελίσσεται γύρω σ’
έναν μικροσκοπικό πυρήνα, που γίνεται όλο και μικροσκοπικότερος.
[Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Οι ασθμαίνοντες»,
Όρθιες ψυχές
, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1987, σσ. 34-35]
I...,151,152,153,154,155,156,157,158,159,160 162,163,164,165,166,167,168,169,170,171,...216