127
Γι’ αυτό, λοιπόν, ο κύριος Λεονάρντο σαν τελείωνε μια ιστοριούλα περίμενε να πέσει η
νύχτα, να σβήσει το φως και στο τελευταίο παράθυρο της πολιτείας, κι έτρεχε ύστερα
σ’ έναν ερειπωμένο πύργο πλάι στο ποτάμι. Σκαρφάλωνε στη στέγη του, στο πιο ψηλό
σημείο σκαρφάλωνε, κι από κει άφηνε στο αεράκι την ιστοριούλα του, να την πάρει πέρα
μακριά, σε άλλες πολιτείες. Γιατί, αν οι συντοπίτες του είχαν ξεμάθει να διαβάζουν, οι
άνθρωποι σε άλλες πολιτείες – είχε τις πληροφορίες του αυτός – διάβαζαν ακόμη και
μάλιστα πολύ. Κάθε φορά, καθώς άφηνε στο αεράκι το χαρτί με τη φρεσκογραμμένη
ιστοριούλα, ψιθύριζε κάτι λέξεις ακαταλαβίστικες που μπορεί και να ’ταν μαγικές. Και
κλείνοντας τα μάτια φανταζόταν την ιστοριούλα του στα χέρια ενός παιδιού. Αυτή ήταν
η προτίμησή του, να βρίσκουν τις ιστοριούλες του παιδιά.
Κάποια Χριστούγεννα όμως έτυχε στον κύριο Λεονάρντο να περάσει δύσκολες ώρες.
Ίσως τις πιο δύσκολες της ζωής του. Αιτία κι αφορμή μια κάρτα ολότελα απρόσμενη
απ’ έναν παιδικό του φίλο, τον καλύτερο, που είχε να τον δει τριάντα τόσα χρόνια.
«Αγαπημένε μου Λεονάρντο», του ‘γραφε ανάμεσα σε άλλα, «δυο πράγματα
θυμάμαι πάντα με νοσταλγία απ’ τα παιδικά μας χρόνια: Τα τρελά παιχνίδια μας στην
ακροποταμιά και τις ιστοριούλες σου, προπάντων τις χριστουγεννιάτικες. Αλήθεια,
συνεχίζεις;». Συγκινήθηκε βέβαια πολύ ο κύριος Λεονάρντο, μα πάρα πολύ! Και
σκέφτηκε πως η καλύτερη απάντηση θα ’ταν να ταχυδρομούσε στον παλιό του φίλο μια
χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα. Ειδικά γι’ αυτόν θα την έγραφε. Και σαν απόδειξη – οι
παλιοί καλοί φίλοι θέλουν πάντα αποδείξεις – η ιστοριούλα θα πλεκόταν γύρω απ’ την
εικόνα της κάρτας που του είχε στείλει.
Κάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο ένα αγόρι σε ξύλινο άλογο με ρόδες, να καλπάζει,
κι ένα κορίτσι μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, φασκιωμένο – η παλιά της κούκλα ή ίσως
η καινούρια. Αυτά έδειχνε η κάρτα. Κι ήθελε ο κύριος Λεονάρντο να ’ναι παράξενη η
ιστοριούλα, όσο γινόταν πιο παράξενη και όμορφη.
Πρώτη φορά όμως – άλλο πάλι και τούτο – δεν του κατέβαιναν ιδέες. Ή μάλλον του
κατέβαιναν, μα δεν του άρεσε καμιά. Κι αυτές που τύχαινε να του αρέσουν, όσο κι
αν προσπαθούσε, δεν στάθηκε μπορετό να τις συναρμολογήσει στο χαρτί. Θα ’βαζε
τ’ άλογο να μιλάει; Ή θα ’ταν μήπως ένα πραγματικό άλογο που κάθε Χριστούγεννα
μεταμορφωνόταν σε ξύλινο παιχνίδι; Κι ο καβαλάρης του, και το κορίτσι με την κούκλα;
Τη μια σκεφτόταν να γράψει για μια παλιά ιστοριούλα αγάπης. Ύστερα άλλαζε γνώμη
κι έλεγε να μιλήσει για δυο μεγάλους που γίνανε, ανήμερα Χριστούγεννα, παιδιά και
μείναν έτσι, ή…
Καθότανε να πιει το τσάι του ο κύριος Λεονάρντο, πήγαινε για ψώνια κι ο νους του εκεί.
Κατέβηκε να περπατήσει στην ακροποταμιά, χώθηκε βαθιά στο δάσος, κλείστηκε στο
δωμάτιό του ώρες ατέλειωτες. Μα τίποτα.
«Φαίνεται, είμαι εξαιρετικά συγκινημένος και δεν μπορώ να κατασταλάξω»,
μονολογούσε ανυπόμονα. Γιατί φοβόταν πολύ ο κύριος Λεονάρντο να παραδεχτεί
πως ίσως και να στέρεψαν οι ιστοριούλες του. Και θα ‘ταν σαν να γύρναγε ο κόσμος
ανάποδα, αν δεν μπορούσε πια να ξαναγράψει. Σιγά-σιγά η ανυπομονησία του έγινε
ανησυχία, κι αυτή με τη σειρά της φόβος. Άρχισε ν’ απελπίζεται, να πίνει κιόλας καθώς
I...,117,118,119,120,121,122,123,124,125,126 128,129,130,131,132,133,134,135,136,137,...138