117
Κηφισιά, Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940.
Ξυπνώ με τις καμπάνες, που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο
συναγερμό. Ο ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη,
κάποια έξαψη, που αισθάνομαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στον δρόμο, στα άλλα
σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν από την πρώτη στιγμή στην ημέρα που
αρχίζει μια όψη εορταστική, πανηγυρική. Η πρώτη μου σκέψη είναι: «Το μεσημέρι, το
αργότερο, θα έρθουν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν».
Ξεκινώ για την Αθήνα νωρίτερα από τη συνηθισμένη μου ώρα… Στο λεωφορείο
διαβάζω την εφημερίδα. Οι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή ψυχραιμία και
κάποτε με ευθυμία. Μετά τους Αμπελόκηπους, μπαίνοντας στην Αθήνα, αντικρίζω
την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνομαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια
στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα παραπήγματα. Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι
πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Γελούν, τραγουδούν, κάνουν σαν παιδιά, που ξεκινούν
και πορεύονται σε μια ευχάριστη εκδρομή. Μες στο λεωφορείο μια γυναίκα ξαφνικά
αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της προς τα
έξω, για να μην τη δουν…
Σιγά-σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει
λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα, πιο νεανικά.
Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων έχουν χυθεί στους κεντρικούς
δρόμους με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις
εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον
ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, ένα φανατισμό,
μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική
ενότητα…
Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι
ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ’ αυτόν τον λαμπρό ουρανό. Αισθάνομαι μια
μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό λαό, μια αγάπη γεμάτη αλληλεγγύη, στοργή και αντρική
εκτίμηση. Είναι ένας όμορφος, λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός,… Στον δρόμο
με βρίσκει συναγερμός. Δεν κάνει αίσθηση σε κανέναν, ο κόσμος περιδιαβάζει σαν να
μη συνέβαινε τίποτα, ψάχνει να δει τα αεροπλάνα στον ουρανό… Αντηχούν τα πρώτα
αντιαεροπορικά πυρά, που μοιάζουν πολύ κοντινά.
Αργότερα περιδιαβάζω στην Αθήνα, παρακολουθώ την κίνηση των επιστράτων, που
πηγαίνουν να καταταγούν. Γελούν, φλυαρούν, χειρονομούν ζωηρά. Ως τις 5μ.μ. περίπου
που φεύγω για την Κηφισιά, η Αθήνα διατηρεί την εορτάσιμη όψη.
Το βράδυ επικράτησε μαυρίλα και ησυχία βαριά. Παράξενη ησυχία. Περίμενα ότι θα
είχαν συμβεί περισσότερα γεγονότα. Στην Πάτρα σκότωσαν τα αεροπλάνα αρκετό κόσμο
και εξάλλου έχομε και τη νύχτα μπροστά μας. Αν ζήσομε, θα έχομε να διηγούμαστε
ενδιαφέρουσες ιστορίες...”
Γ. Θεοτοκάς,
Tετράδια Hμερολογίου 1939-1953,
εκδ. Εστία
I...,107,108,109,110,111,112,113,114,115,116 118,119,120,121,122,123,124,125,126,127,...138