126
Δυο μανίες είχε από μικρός ο κύριος Λεονάρντο. Να σκαρώνει ιστοριούλες στο χαρτί
και να λαβαίνει γράμματα και κάρτες. Και το ’ξερε καλά πως για να χτυπά ο ταχυδρόμος
συχνά την πόρτα του, έπρεπε κι αυτός να στέλνει γράμματα και κάρτες ολοένα. Τα
τελευταία όμως χρόνια τον είχε πιάσει το παράπονο. Όλο και πιο λίγο έγραφαν οι
άνθρωποι. Ακόμα κι οι καλύτεροί του φίλοι σπάνια του απαντούσαν. Μονάχα τις
γιορτές – Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά – «θερμές ευχές» κι «ευτυχισμένος ο καινούριος
χρόνος», κι άλλα τέτοια.
Όσο για την άλλη του μανία, τις ιστοριούλες δηλαδή, ε… τα πράγματα δουλεύανε
ρολόι. Έγραφε όποτε του ’κανε κέφι, έγραφε κι έγραφε ασταμάτητα. Δεν πρόφταινε
να τελειώσει τη μια ιστοριούλα κι αρχινούσε άλλη. Κι ήταν φορές που σκάρωνε μαζί
τρεις, πέντε, δέκα ιστοριούλες. Καμάρωνε κρυφά ο κύριος Λεονάρντο για το ταλέντο
του. Κι εδώ που τα λέμε όχι άδικα, αφού για καθετί που άκουγε, γεννιόταν ευθύς και
μια ιστοριούλα στο μυαλό του. Στην πολιτεία όμως όπου ζούσε ο κύριος Λεονάρντο οι
άνθρωποι δεν αγαπούσαν τις ιστοριούλες. Ο ίδιος πίστευε, απλά, πως ύστερα από μια
μεγάλη επιδημία, ανάμεσα σ’ άλλα δεινά που τους βρήκαν, είχαν ξεμάθει να διαβάζουν
και πως μόνο μικρές φράσεις καταλάβαιναν. Αυτές δηλαδή που τις ήξεραν από παλιά,
όπως «θερμές ευχές για τα Χριστούγεννα», «ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος» κι
άλλα τέτοια.
Χριστούγεννα
Η παράξενη ιστορία που γράφτηκε μόνη της
I...,116,117,118,119,120,121,122,123,124,125 127,128,129,130,131,132,133,134,135,136,...138