58
8. Αφού διαβάσετε προσεκτικά τις σημασίες των λέξεων
εφεύρεση
και
ανακαλύπτω,
συμπληρώστε στη συνέχεια τις προτάσεις που ακολουθούν.
εφεύρεση (η)
(Ουσιαστικό)
(ε-φεύ-ρε-ση, γεν.
-ης, -έσεως, πληθ.
-έσεις, γεν. -έσεων)
[λόγ. < ελνστ. εφεύρεσις
< εφευρίσκω]
1. επινόηση ενός καινούργιου
οργάνου ή μηχανήματος, μιας
νέας μεθόδου κ.λπ.:
w
Η εφεύρεση της τυπογραφίας
άλλαξε τη ζωή του ανθρώπου.
2. το ίδιο το νέο δημιούργημα:
w
Το τηλέφωνο είναι εφεύρεση
του ΓκράχαμΜπελ.
Συνών.:
ευρεσιτεχνία
Οικογ. Λέξ.:
εφευρίσκω,
εφευρέτης, εφευρετικός
Προσδιορ.:
σημαντική,
χρήσιμη, πρωτότυπη
ανακαλύπτω
(Ρήμα )
(α-να-κα-λύ-πτω,
αόρ. ανακάλυψα,
παθ. αόρ. ανακαλύφθηκα)
[λόγ. < αρχ. ανακαλύπτω
< ανά+ καλύπτω]
1. (μτβ.) βρίσκωπρώτος και κάνω
γνωστό κάτι που ήταν άγνωστο
ως τώρα:
w
Ο Χριστόφορος Κολόμβος
ανακάλυψε την Αμερική το 1492.
2.
(μτβ.)
φανερώνω,
αποκαλύπτω:
w
Η αστυνομία
ανακάλυψε ποιος έκλεψε το
αυτοκίνητο.
w
Ανακάλυψε ότι τελικά ήταν
άλλος ο ένοχος της κλοπής.
Αντίθ.:
κρύβω, σκεπάζω
Οικογ. Λέξ.:
ανακάλυψη
(Καψάλης, Γ., Πασχάλης, Α., Τσιάλος, Σ., Γουλής, Δ. (2006). Ορθογραφικό – ερμηνευτικό λεξικό Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού,
Το λεξικό μας.
Αθήνα: Ο.Ε.Δ.Β.)
Ο Ηρωνας …………………………………. (εφεύρε, ανακάλυψε) τη δύναμη του
ατμού. Η πρώτη, όμως, ατμομηχανή ……………………………………. (εφευρέθηκε,
ανακαλύφθηκε) πολλούς αιώνες αργότερα.
Όλοι προσπαθούν να …………………………………….. (εφεύρουν, ανακαλύψουν) το
μυστικό της ευτυχίας.
Ο Κοχ …………………………………………. (εφεύρε, ανακάλυψε) το μικρόβιο της
φυματίωσης.
H ………………………………… (εφεύρεση, ανακάλυψη) του ηλεκτρισμού οδήγησε σε
πολλές …………………………………. (εφευρέσεις, ανακαλύψεις)
Οι αστρονόμοι ………………………………………….. (εφευρίσκουν, ανακαλύπτουν)
συνεχώς καινούργια αστέρια.
H ……………………………………. (εφεύρεση, ανακάλυψη) του αερόστατου από τους
αδελφούς Mονγκολφιέ υπήρξε το πρώτο βήμα για την κατάκτηση του αέρα.
Σήμερα τα αερόστατα χρησιμοποιούνται για μετεωρολογικές παρατηρήσεις.
(κείμενο της συγγραφικής ομάδας)
I...,48,49,50,51,52,53,54,55,56,57 59,60,61,62,63,64,65,66,67,68,...138