18
Κάθισα και διάβασα και πάλι τις οδηγίες χρήσης και είδα πως μπορούσα να προγραμματίσω το
ρομπότ να οδηγεί το αυτοκίνητό μου.
«Α, όχι πια κι αυτό!» είπανε οι γείτονες όταν τους ανακοίνωσα την απόφασή μου. «Θα ρίξει το
αυτοκίνητο σε καμιά κολόνα, θα πατήσει κανένα σκύλο, θα γδάρει άλλα αυτοκίνητα… Θα βρεις
για τα καλά τον μπελά σου!»
«Ανοησίες!» απάντησα εγώ και έκανα –βέβαια- αυτό που ήθελα.
Για μια εβδομάδα και βάλε το ρομπότ μου οδηγούσε το αυτοκίνητο. Και το οδηγούσε θαυμάσια.
Κι όσο κι αν σας φανεί παράξενο, έμοιαζε να απολαμβάνει το οδήγημα. Ενώ βέβαια δεν έδειχνε
ικανοποίηση και χαρά όταν ξεσκόνιζε, σκούπιζε, κουβαλούσε τις σακούλες με τα ψώνια, πότιζε
τα φυτά […] Του άρεσε λοιπόν το οδήγημα, και μάλιστα οδηγούσε πολύ γρήγορα.
Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο κι όταν τα σήκωσα, άκουσα τη φωνή του διευθυντή του
αστυνομικού τμήματος της γειτονιάς μου να μου λέει:
«Χτες το βράδυ το ραντάρ μας σας έπιασε να τρέχετε με 180 χιλιόμετρα. Είμαι υποχρεωμένος
να σας ζητήσω το δίπλωμα οδήγησης και…»
«Μα εγώ χθες το βράδυ δεν το κούνησα από το σπίτι μου», τον διέκοψα. […]
«Τότε θα οδηγούσε αυτός που του είχατε δώσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου σας».
«Κανείς δεν…» πήγα να διαμαρτυρηθώ, αλλά αμέσως κατάλαβα. «Πρέπει να ήταν το ρομπότ
μου».
«Λυπάμαι!» είπε ο αστυνομικός. «Εσείς θα πληρώσετε το πρόστιμο!» και μου έκλεισε το
τηλέφωνο.
Θύμωσα πολύ! Έψαξα να βρω το ρομπότ για να το κάνω βίδες.
Καθώς άνοιγα την πόρτα του σπιτιού μου, άκουσα τη μηχανή του αυτοκινήτου μου να
μουγκρίζει. Έτρεξα προς το γκαράζ και ίσα που πρόλαβα να δω το αυτοκίνητό μου να στρίβει.
Πήρε τη στροφή τουλάχιστον με 80 χιλιόμετρα.
Και εγώ σκέφτηκα πως οι γείτονές μου είχαν δίκιο. Κι αν πάψουν πια να με ζηλεύουν, ελπίζω
τουλάχιστον πως δε θα με κοροϊδεύουν, αλλά θα με λυπούνται. Ό,τι πάντως κι αν πούνε, δίκιο
θα ‘χουν. Πολύ θάρρος έδωσα στο ρομπότ. […]
Ειδοποίησα την αστυνομία και το ψάχνει. Το ψάχνουν και οι γείτονές μου. Το ψάχνω κι εγώ –
πάει η ξάπλα!
Βγήκα λοιπόν στους δρόμους και άρχισα να ψάχνω. Το ρομπότ άφαντο και εγώ «έκλαιγα» τη
χαμένη μου ξάπλα, όταν… βρέθηκα μπροστά στον Ξάπλα.
Ένας σκύλος ήταν αραχτός κάτω στο πεζοδρόμιο. Στην αρχή δεν του έδωσα σημασία, αλλά
αυτός άφησε τις ξάπλες του και βάλθηκε να με ακολουθεί. Δρόμο εγώ, δρόμο αυτός. Κουράστηκα
κι είπα να καθίσω σε ένα παγκάκι, στα πόδια μου ξάπλωσε κι εκείνος… Να μη σας τα πολυλογώ,
1...,8,9,10,11,12,13,14,15,16,17 19,20,21,22,23,24,25,26,27,28,...128