83
Η Κενγκά πέρασε τις πιο βασανιστικές ώρες της ζωής της καθισμένη πάνω στο νερό, με
το τρομοκρατημένο της μυαλό να φαντάζεται τον πιο φριχτό θάνατο· χειρότερο απ’ το
να την κατασπαράξει ένα ψάρι, χειρότερο ακόμα κι απ’ το να υποφέρει την αγωνία της
ασφυξίας, ήταν το να πεθάνει από την πείνα.
Μπροστά στην εφιαλτική προοπτική ενός αργού θανάτου, κούνησε το σώμα της και
διαπίστωσε με έκπληξη πως το πετρέλαιο δεν είχε πειράξει τις φτερούγες ως τη ρίζα
τους. Μπορεί τα πούπουλα τους να ’χαν ποτίσει απ’ αυτή την παχύρρευστη ουσία,
τουλάχιστον, όμως, μπορούσε να τις ανοίξει.
«Μπορεί και να ’χω μια ελπίδα να βγω από δω», έκρωξε η Κενγκά, «εκεί ίσως, αν πετάξω
ψηλά, πολύ ψηλά, ο ήλιος να λιώσει την κατάρα που ’χει κολλήσει στα φτερά μου».
Θυμήθηκε μια ιστορία που της είχε διηγηθεί μια γριά συντρόφισσα απ’ τα Φρισικά
Νησιά: πως ήταν κάποτε ένας άνθρωπος, που τον έλεγαν Ίκαρο, κι αυτός, που
λαχταρούσε να πετάξει, πήρε φτερά αετού και τ’ άλειψε με κερί για να τα κολ-λήσει και
να φτιάξει φτερούγες, και πέταξε ψηλά κι έφτασε κοντά στον ήλιο, κι η ζέστη του ήλιου
έλιωσε το κερί, κι ο Ίκαρος έπεσε.
Η Κενγκά χτύπησε τις φτερούγες, μάζεψε τα πόδια, σηκώθηκε δυο πόντους κι έπεσε
με τα μούτρα στο νερό. Πριν δοκιμάσει άλλη μια φορά, βούτηξε ξανά και κούνησε
τις φτερούγες κάτω απ’ το νερό. Αυτή τη φορά, σηκώθηκε πάνω από ένα μέτρο, πριν
ξαναπέσει.
Το καταραμένο το πετρέλαιο είχε ποτίσει τα πούπουλα της ουράς, κι η Κενγκά δεν
μπορούσε να κουμαντάρει το ανέβασμα. Ξαναβούτηξε κι έπιασε να καθαρίζει με το
ράμφος το στρώμα της βρομιάς που ’χε σκεπάσει την ουρά της. Πονούσε που ξερίζωνε
τα φτερά της, αλλά, στο τέλος, η ουρά της ήταν πολύ καθαρότερη.
Με την πέμπτη προσπάθεια, η Κενγκά κατόρθωσε να πετάξει.
Φτεροκοπούσε απεγνωσμένα, αλλά το βάρος του πετρελαίου δεν την άφηνε να
πλανάρει. Λίγο να κουραζόταν, και θα ’πεφτε σούμπιτη. Ευτυχώς, δεν την είχαν πάρει
τα χρόνια, και οι μύες της σήκωναν εύκολα το ζόρι.
Πέταξε πολύ ψηλά. Χωρίς να σταματήσει το φτερούγισμα, κοίταξε κάτω κι είδε τη λεπτή,
άσπρη γραμμή της κόστας. Είδε και κάτι καράβια, που ήταν σαν κουκκίδες σε γαλάζιο
ύφασμα. Πέταξε ψηλά, αλλά ο ήλιος δεν της έκανε το χατίρι. Ή οι ακτίνες του ήταν πολύ
αδύναμες ή το στρώμα του πετρελαίου ήταν πολύ παχύ.
Η Κενγκά κατάλαβε πως δε θα ’χε για πολύ ακόμα τη δύναμη να φτεροκοπάει, κι έψαξε
να βρει ένα μέρος στην ενδοχώρα για να κατέβει, ακολουθώντας την πράσινη και
φιδωτή γραμμή του Έλβα.
Το φτερούγισμα της γινόταν όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο αργό. Έχανε δυνάμεις. Έπεφτε.
Σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να ξανακερδίσει ύψος, έκλεισε τα μάτια και φτερούγισε
με όσες δυνάμεις τής είχαν απομείνει. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέταξε με τα μάτια
κλειστά, όταν όμως τα άνοιξε, πετούσε πάνω από έναν ψηλό πύργο μ’ έναν χρυσαφένιο
ανεμοδείκτη.
I...,73,74,75,76,77,78,79,80,81,82 84,85,86,87,88,89,90,91,92,93,...120