86
Κείμενο 2
Υπό την βασιλικήν δρυν
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν Έλληνας συγγραφέας που
έζησε στα τέλη του 19
ου
αιώνα και στις αρχές του 20
ου
, λάτρης
της φύσης και της ζωής μακριά από τα αστικά κέντρα. Σε ένα
από τα διηγήματά του με τίτλο Υπό την βασιλικήν δρυν, ο
Παπαδιαμάντης αναφέρεται σε μία αιωνόβια βελανιδιά που
βρισκόταν στο κέντρο της πλατείας του χωριού του.
Όταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, επί οναρίου
οχούμενος
2
, δια να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς
μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου
Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον
3
γλυκά
μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον,
μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρυν
4
. Οποίον
μεγαλείον είχεν! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι,
κραταιοί
οι κλώνές της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού,
ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι,
εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα
5
του δρυμού, δέσποινα άγριας καλλονής,
βασίλισσα της δρόσου…[…]
Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρον. Εφάνταζεν
εις το όμμα, έμελπεν
6
εις το ούς
7
, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου
8
γοητείας.
Οι κλώνες, οι ράμνοι
9
, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να
ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθη». Μ΄ έθελγε
10
, μ΄ εκήλει, μ΄ εκάλει εγγύς
της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω
να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα δια πέντε παιδιά ως εμέ, και
να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν΄ αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και
αμαυρόν, ν΄ αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν΄ ανέλθω εις τους κλώνας, να
υψωθώ εις τους ακρέμονας
11
… Και αν δεν μ΄ εδέχετο, και αν μ΄ απέβαλλεν από το σώμα
της, και μ΄ έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την
σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου.
[…]
Μετά πολλά έτη, όταν ξενιτευμένος από μακρού επέστρεψα εις το χωρίον μου, κι
επεσκέφθην τα τοπία εκείνα, τα προσκυνητάρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον
πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτο ποτε η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές
δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων.
Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον,
ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της.
Όταν την ηρώτησα τι είχε γίνει το «Μεγάλο Δέντρο», το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι
απήντησεν:
˗ Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε… μα κι εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι
του
όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα… Σαν το ΄κοψε κι ύστερα, δεν είδε
χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε… Το Μεγάλο Δέντρο ήτον
στοιχειωμένο.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,
Υπό την βασιλικήν δρυν,
1901
2
επί οναρίου οχούμενος: καβάλα σε έναν γάιδαρο
3
Ερρέμβαζον> ρεμβάζω: σκέφτομαι, ονειροπολώ
4
δρυς < αρχαία ελληνική δρῦς, η βελανιδιά
5
Άνασσα< θηλυκό για το αρσενικό: άναξ, η βασίλισσα
6
Μέλπω: ρ. ψάλλω, τραγουδώ
7
Ούς: αυτί
8
Άρρητος-η-ο: απερίγραπτος
9
Ράμνος: θάμνος με κλαδιά
10
΄έθελγε> θέλγω: γοητεύω, μαγεύω, ελκύω
11
Ακρέμονες: (εδώ) τσαμπιά
I...,76,77,78,79,80,81,82,83,84,85 87,88,89,90,91,92,93,94,95,96,...120