44
να αλλάξει καν ρούχα, δούλεψε, μέχρι που νύχτωσε για τα καλά, μπήκε στο σπίτι
ανασαίνοντας με δυσκολία, δεν έφαγε, με φώναξε κοντά στη φωτιά, μου είπε ότι ο
άντρας θα του δάνειζε ένα μεγάλο ποσό – δεκαέξι δολάρια, είπε – και εγώπροσπαθούσα
να κάνω το λογαριασμό, για να βρω πόσες ρουπίες ήταν, αλλά δεν τα κατάφερα, και ότι
με εκείνα τα λεφτά θα μπορούσαν να ζήσουν μέχρι την επόμενη σοδειά και ο αδελφός
μου θα έπαιρνε κι άλλα φάρμακα και θα γινόταν καλά, αν ήθελε ο Θεός. Εγώ θα έπρεπε
να δουλέψω, μου είπε, για να βοηθήσω την οικογένειά μου και να ξεπληρώσω το χρέος,
και για πολλούς μήνες δε θα βλεπόμασταν, αλλά θα μάθαινα να υφαίνω χαλιά, και
αυτό θα μπορούσε να μου χρησιμεύσει στη ζωή μου.
- Και ο δικός μου ο πατέρας είχε χρέος, ψιθύρισα στο σκοτάδι, όταν έσπασε το φράγμα
και χάθηκε όλη η σοδειά.
- Και ο δικός μου, είπε ο Καρίμ, αλλά δεν ξέρω το γιατί.
- Ο πατέρας μου, συνέχισε ο Ικμπάλ, είπε ότι θα μπορούσε να στείλει μια από τις
αδελφές μου, αλλά εγώ του είπα: «Όχι, στείλε εμένα». Με αγκάλιασε και με ρώτησε:
«Φοβάσαι;». «Όχι», είπα ψέματα. Ο άνθρωπος των χαλιών ήρθε το επόμενο πρωί.
Έφτασε με αυτοκίνητο. Ήταν πολύ ευγενικός και με μένα και με τη μάνα μου. «Θα σε
πάω στην πόλη, μου είπε, θα σου αρέσει, θα δεις». Το τελευταίο πράγμα που είδα όταν
με έπαιρνε μαζί του, κοιτώντας προς το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου, ήταν ο πατέρας
μου, που βίτσιζε αλύπητα το βόδι, σέρνοντας το στα χωράφια κι εκείνο μουγκάνιζε
δυνατά. Το καημένο το ζώο…
Σωπάσαμε όλοι για μερικά δευτερόλεπτα.
- Ε, καλά, είπε επιτέλους ο Καρίμ, εσύ δε θα αργήσεις να ξεπληρώσεις το χρέος του
πατέρα σου. Ξέρω εγώ, είδα πολλούς. Κανένας δε δουλεύει τόσο καλά και τόσο γρήγορα
όσο εσύ. Θα σβήσεις όλα αυτά τα σημάδια στον πίνακα, όπως ο ήλιος σβήνει το χιόνι
στα βουνά.
Μέσα στο σκοτάδι μού φάνηκε πώς είδα για λίγο το άσπρο από τα δόντια του Ικμπάλ,
σαν να χαμογελούσε.
- Το χρέος δε θα σβήσει ποτέ, είπε σιγά, όσο κι αν είσαι καλός και γρήγορος.
- Είσαι τρελός, φώναξε ο Σαλμάν, το λες από κακία, το λες για να μας φοβίσεις. Κάθε
μέρα το αφεντικό σβήνει ένα σημάδι και, όταν τα σημάδια τελειώσουν, θα γυρίσουμε
στα σπίτια μας. Και με τα τούβλα έτσι γινόταν, τι νομίζεις; Έπρεπε να ψήσουμε χίλια
τούβλα την ημέρα και κάθε χίλια τούβλα παίρναμε εκατό ρουπίες. Δούλευε όλη η
οικογένειά μου. Και οι αδελφές μου.
- Και ξεπληρώσατε το χρέος σας; Ρώτησε ο Ικμπάλ.
- Όχι, ξεφύσηξε ο Σαλμάν, αλλά τι σημασία έχει. Άλλες μέρες έβρεχε, άλλες φορές το
χώμα ήταν πολύ λεπτό και δεν έκανε, μερικά τούβλα έσπαγαν, όταν έβγαιναν από το
φούρνο, και η ατυχία…
- Είδατε ποτέ κάποιον να ξεπληρώνει το χρέος; Ρώτησε πάλι το καινούριο αγόρι.
- Όχι, είπαμε όλοι, ο ένας μετά τον άλλο, όχι, δεν είδαμε ποτέ κανέναν να ξεπληρώνει
το χρέος.
- Και όμως…, προσπάθησε να πει ο Σαλμάν.
Εκείνη τη στιγμή ο Αλί, που είχε ακούσει τα πάντα από την πόρτα όπου κρατούσε
τσίλιες, μας ειδοποίησε με δυο μακρόσυρτα αποφασιστικά σφυρίγματα. Συναγερμός!
Γλιστρήσαμε όλοι πηγαίνοντας προς τις ψάθες μας. Προσπάθησα να κοιμηθώ, αλλά δεν
τα κατάφερα. Στριφογύριζα συνεχώς. Μετά από λίγο, έρποντας πάνω στο χώμα, πήγα
πάλι απέναντι. Ο καινούριος, ο Ικμπάλ, ήταν και αυτός ξύπνιος ακόμη. Πλησίασα στο
I...,34,35,36,37,38,39,40,41,42,43 45,46,47,48,49,50,51,52,53,54,...138