43
ΟΧΙ,στηνπαιδικήεργασίακαιστηνπαιδικήεκμετάλλευση
Νύχτα σε ένα ταπητουργείο, στη Λαχώρη του Πακιστάν. ΗΦατίμα, ο Καρίμ και ο Σαλμάν,
μικρά παιδιά όλα τους, ενώ είναι κουρασμένα και εξαντλημένα από τη δουλειά, δεν
μπορούν να κοιμηθούν. Ακούν την ιστορία του καινούριου, του Ικμπάλ, ενός παιδιού,
που βρίσκεται αλυσοδεμένο στο εργαστήριο κατασκευής χαλιών. Είναι η πρώτη νύχτα
του Ικμπάλ μακριά από την οικογένειά του…
Εκείνη τη νύχτα, αφού το αφεντικό έσβησε τα φώτα και ήμαστε σίγουροι ότι
αποκοιμήθηκε, βάλαμε τον Αλί, τον πιο μικρό από όλους, να κρατάει τσίλιες στην πόρτα
και μπήκαμε κρυφά στο εργαστήριο, για να γνωρίσουμε τον καινούργιο.
……………………………………………………………………………………………………………………………………
Οι άλλοι προτίμησαν να συνεχίσουν τον ύπνο τους, γιατί ήταν πολύ κουρασμένοι ή
γιατί δεν είχαν καμία όρεξη να ακούσουν για άλλη μια φορά τις ίδιες ιστορίες από
τον καινούριο, ιστορίες που έμοιαζαν με τις δικές μας. Ήμασταν όλοι φτωχοί και οι
γονείς μας μάς είχαν πουλήσει, με την ελπίδα να ξεπληρώσουν το χρέος που είχαν στον
ιδιοκτήτη των χωραφιών ή σε κάποιον πλούσιο από την πόλη. Αυτό ήταν το χρέος που
ο Χουσεΐν, το αφεντικό, σημείωνε με την κιμωλία πάνω στον πίνακα του καθενός μας.
Τι καινούριο να έχει να πει;
Ο Ικμπάλ ήταν ξύπνιος. Ακούγαμε την αλυσίδα του να κουδουνίζει στο σκοτάδι.
Το πρώτο βράδυ, όταν φτάνεις σε ένα καινούριο μέρος, δεν καταφέρνεις ποτέ να
κοιμηθείς… Ποιος ξέρει γιατί. Ο καθένας από μας είχε ήδη στο παρελθόν δύο ή τρία
αφεντικά, μερικοί και περισσότερα, και αυτό το ξέραμε καλά. Έτσι, μαζευτήκαμε γύρω
του. Δεν είχε φεγγάρι εκείνη τη νύχτα και με το ζόρι μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τις
σκιές μας στο σκοτάδι.
……………………………………………………………………………………………………………………………………
- Ο μπαμπάς μου είναι καλός άνθρωπος, είπε ο Ικμπάλ, δεν καταράστηκε ποτέ κανέναν.
Δεχόταν πάντα τη μοίρα του. Ακόμη και όταν ο μεγάλος μου αδελφός χειροτέρεψε και
περνούσε τις νύχτες βήχοντας και γκρινιάζοντας, ο πατέρας μου δεν είπε τίποτε. Έστειλε
στο χωριό να φωνάξουν το γιατρό. Όταν ήρθε ο γιατρός, με τη τσάντα του και τα γυαλιά
του, έσκυψε πάνω στο αχυρόστρωμα και με ένα εργαλείο άκουσε το μέσα του αδελφού
μου, πρώτα το στήθος του και μετά την πλάτη, κουνώντας το κεφάλι του.
- Είναι αλήθεια, είπε ο Καρίμ, το έχω δει και εγώ αυτό.
- Μετά μίλησε με τον πατέρα μου, πήρε το καπέλο του και το καλάμι και έφυγε. Η
μητέρα μου έκλαιγε, είχε ήδη χάσει κι άλλα παιδιά. Το επόμενο πρωί, ενώ δέναμε το
βόδι στο αλέτρι, ο πατέρας μου μού είπε ότι θα ξαναρχόταν ο γιατρός και θα έφερνε ένα
φάρμακο που ίσως έσωζε τη ζωή του αδελφού μου. Πράγματι, ο γιατρός ξανάρθε και
μαζί του ένας ακόμη άντρας. Ήταν καλοντυμένος, έμοιαζε με έμπορο ή γαιοκτήμονα.
Μίλησε με τον πατέρα μου και κάποια στιγμή έβγαλε από το ζωνάρι του μια μεγάλη
τσάντα και από την τσάντα χαρτονομίσματα και τα έδειξε στον πατέρα μου. Εκείνος
κούνησε το κεφάλι του, λέγοντας: «Όχι».
- Και τι έγινε με τον αδελφό σου; Τον ρώτησα.
- Δεν έγινε καλά. Παραμιλούσε μια μέρα και μια νύχτα.
Ο πατέρας μου δεν είχε πια κανέναν να τον βοηθήσει στα χωράφια, εγώ ήμουν πολύ
μικρός και αδύναμος τότε. Μίλησε κάμποσο με τη μάνα μου. Μετά πήγε στο χωριό με
το βόδι. Όταν γύρισε, είχε σχεδόν βραδιάσει, πήγε στο χωράφι με την τσάπα, χωρίς
I...,33,34,35,36,37,38,39,40,41,42 44,45,46,47,48,49,50,51,52,53,...138