11
Ο Δημήτρης χτύπησε παλαμάκια.
– Μα και βέβαια, είναι τόσο απλό!
– Γιούπι! φώναξαν τα παιδιά της πέμπτης.
– Γιούπι! φώναξαν τα μικρά της πρώτης.
– Γιούπι! φώναξε όλο το σχολείο.
Και το κουδούνι χτύπησε. Η καινούρια σχολική χρονιά άρχιζε.
……………………………………………………………………………………………………………………………………
Ο Δημήτρης στάθηκε μπροστά στον μαυροπίνακα. Κοίτα ατυχία! Να τον σηκώσει ο
δάσκαλος να λύσει το άγνωστο πρόβλημα. Αν ήταν τουλάχιστον το γνωστό! Αυτό που είχε
λύσει χτες το βράδυ στο σπίτι! Βέβαια, τον είχε βοηθήσει λίγο και ο πατέρας. Μα στο τέλος
το είχε καταλάβει…, δηλαδή το είχε μάθει απέξω. Μα τυχερός ήταν άλλος. Αυτός έπρεπε
να αντιμετωπίσει το άγνωστο και χωρίς τη βοήθεια του πατέρα.
Γύρισε το κεφάλι του στην τάξη. Μέσα στα μάτια των συμμαθητών του διάβασε την
ικανοποίηση που αυτοί είχαν αποφύγει την κακοτοπιά. Μόνο το χαμόγελο του Εέ, εκεί
κάπου στα τελευταία θρανία, του έδωσε κουράγιο.
Ο δάσκαλος άρχισε να διαβάζει το πρόβλημα. Κάποιος που αγόρασε αυγά και μερικά
του σπάσανε κι έπειτα πήγε να τα πουλήσει, γιατί ήθελε να κερδίσει 255 δραχμές, που μ’
αυτές πάλι θα έπαιρνε τυρί και ψωμί και άλλα τέτοια μπερδεμένα. Ο Δημήτρης έκλεισε
τα μάτια. Αδύνατον να σκεφτεί μια αρχή. Έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στα πρώτα θρανία. Ο
Κώστας ανασήκωσε τους ώμους του. Δεν είχε κι αυτός καταλάβει τίποτε. Ο Αργύρης, δίπλα
του, τον κοιτούσε ειρωνικά. Αυτός θα είχε βρει τη λύση. Μα δε σφύριζε ούτε έναν αριθμό.
Δεν ήταν τίμιο, έλεγε. Ίσως να είχε δίκιο.
Μα τώρα τι κάνουμε; Ο Δημήτρης ξανάκλεισε τα μάτια του. Πάει, τελείωσε. Θα έπαιρνε
μηδέν! Ο Εέ στάθηκε δίπλα στον Δημήτρη. Και μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα όλης
της τάξης, άπλωσε αυγά και δραχμές και τυρί και ψωμιά. Έγινε ο ίδιος και ο έμπορος κι ο
αυγουλάς και ο φούρναρης. Όλο το πρόβλημα έγινε θέατρο που παιζότανε μπροστά στην
τάξη και τότε ο Δημήτρης το κατάλαβε. Δε χρειάστηκε να μάθει απέξω τη λύση. Το χέρι του
έγραφε πάνω στον μαυροπίνακα τους αριθμούς, έκανε τις πράξεις, κι ήταν η πρώτη φορά
που τόσο καλά είχε καταλάβει το πρόβλημα, που τόσο σωστά το είχε λύσει.
……………………………………………………………………………………………………………………………………
Η Αννα πήρε βαθιά ανάσα και προσπάθησε να εξηγήσει τους λόγους που έκαναν τον Άγι,
εκείνο τον όμορφο βασιλιά της Σπάρτης, να τα βάλει με τη Γερουσία και τους πλούσιους.
Μα φαίνεται πως χτες το βράδυ θα ήταν κουρασμένη και κάτι δε θα είχε καλοδιαβάσει. Γι’
αυτό και τώρα τα μπερδεύει. Ήταν ο Άγις που ήθελε να ξαναφέρει τους παλιούς νόμους
του Λυκούργου ή μήπως οι πλούσιοι το θέλανε; Η Ασπασία, από το δεύτερο
θρανίο, κάτι της γνέφει. Η Αννα γυρνά αλλού το βλέμμα. Δε θέλει να κοροϊδεύει κανέναν.
Ας πάρει κακό βαθμό. Θα μάθει έτσι να είναι πιο προσεχτική στο διάβασμά της.
– Λοιπόν, Άννα; Θυμήθηκες; Ρωτά ο δάσκαλος.
Ο Εέ πάει δίπλα στην Άννα και, μπροστά στα μάτια όλων των παιδιών, στήνεται η αρχαία
Σπάρτη. Λες και παρακολουθούνε μια ταινία. Να ο Άγις, να κι οι πλούσιοι. Να οι φτωχοί
στους δρόμους. Η Αννα βλέπει, καταλαβαίνει.
Δε χρειάζεται να θυμηθεί τι γράφει το βιβλίο. Τώρα το ξέρει. Αρχίζει και το εξηγεί. Με
λόγια απλά, ξεκάθαρα. Σαν τις εικόνες που παρακολουθεί.
– Μπράβο! ικανοποιήθηκε ο δάσκαλος.
Μα και τα παιδιά είναι κι αυτά ευχαριστημένα. Τέτοιο μάθημα ιστορίας δεν έχει ξαναγίνει.
Μάνος Κοντολέων,
Ο Εέ από τ’ άστρα,
εκδ. Καστανιώτη
I...,1,2,3,4,5,6,7,8,9,10 12,13,14,15,16,17,18,19,20,21,...138