22
Η ευχή της μάνας
Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά τα χρόνια, ζούσε μια γυναίκα που είχε τέσσερα παιδιά, τρεις
κόρες και έναν γιο. Ο πατέρας τους πέθανε, όταν αυτά ήταν πολύ μικρά και η μάνα τους για να
τα ζήσει δούλευε σε διάφορες δουλειές, γιατί ήταν πολύ φτωχιά.
Μεγάλωσε και τα τέσσερα παιδιά και τα πάντρεψε αλλά όλα έμεναν μακριά. Από την κούραση
και από την ταλαιπωρία αρρώστησε και δεν μπορούσε πια να δουλέψει. Και έπεσε στο κρεβάτι
πολύ βαριά. Οι γείτονες δεν την έβλεπαν να πηγαίνει στην ξένη δουλειά και ανησύχησαν. Πήγε
το πρωί μία γειτόνισσα για να δει τι είχε και δεν πήγε στη δουλειά και τη βρήκε στο κρεβάτι πολύ
άρρωστη.
-Έλα γειτόνισσα, να πας να φωνάξεις την πρώτη μου κόρη να έρθει, που τη χρειάζομαι.
Πάει τότε η γειτόνισσα στην πρώτη κόρη
και της λέει να πάει στη μάνα της που εί-
ναι πολύ άρρωστη. Εκείνη δεν δέχτηκε να
πάει γιατί έπλενε και είχε τα ρούχα μέσα
στη σκάφη.
-Δεν μπορώ να πάω να τη δω, γιατί πλένω.
Όταν πήγε η γειτόνισσα και της είπε ότι
η κόρη της δεν μπορεί να έρθει γιατί έχει
τα ρούχα μέσα στη σκάφη και πλένει, η
άρρωστη μάνα αναστέναξε, δάκρυσε και
είπε:
-Σου εύχομαι, κόρη μου, η σκάφη να γίνει το σπίτι σου και να το σέρνεις όπου πας, στα όρη και
στα βουνά, όλη σου τη ζωή. Από τότε η κόρη της έγινε χελώνα.
Τότε, έστειλε τη γειτόνισσα στην δεύτερη
κόρη. Και αυτή όμως βρήκε δικαιολογία ότι
ύφαινε.
-Δεν μπορώ να έρθω, γιατί έχω στον αργα-
λειό το νήμα. Τότε πάλι η μάνα δάκρυσε και
την καταράστηκε.
-Άντε κόρη μου, να υφαίνεις μέρα-νύχτα και
σταματημό να μην έχεις. Να σου χαλάνε οι
άνθρωποι τα υφαντά και να σε κυνηγούν πα-
ντού. Κι από τότε έγινε η αράχνη.
1...,12,13,14,15,16,17,18,19,20,21 23,24,25,26,27,28,29,30,31,32,...128