94
Eíüôçôá 1
Ëåîéëüãéï
Α
αγαθό, το (τα αγαθά)
product
άγαλμα, το (τα αγάλματα)
statue
αγγείο, το (τα αγγεία)
ceramic vase
αγγλικά, τα / αγγλική γλώσσα, η
English language
άγιος-αγία-άγιο
saint
αγορά, η (οι αγορές)
market
αγοράζω (-ομαι)
buy
αγοραστής, ο (οι αγοραστές)
buyer
άγριος-άγρια-άγριο
wild
αγωγή, η
education
αγώνας, ο (οι αγώνες)
game, struggle
αγωνίζομαι
struggle, fight
αδειάζω (-ομαι)
empty
αεροδρόμιο, το (τα αεροδρόμια)
airport
αεροπλάνο, το (τα αεροπλάνα)
airplane
αετός, ο (οι αετοί)
hawk, kite
αθλητής, ο (οι αθλητές)
athlete
αθλητικός-αθλητική-αθλητικό
athletic
αίθουσα, η (οι αίθουσες)
room
αίθριος (καιρός)
fair, clear, fine (weather)
αιώνας, ο (οι αιώνες)
century
ακοντισμός, ο
javelin
ακριβός-ακριβή-ακριβό
expensive
ακριβώς
precisely, exactly
άκρο, το (τα άκρα)
edge
αλάτι, το
salt
αλεύρι, το
flour
αλήθεια, η (οι αλήθειες)
truth
αλλά
but
αλλαγή, η (οι αλλαγές)
change
αλλάζω
change
άλμα, το
(high)
jump
αλμυρός-αλμυρή-αλμυρό
salty
άλογο, το (τα άλογα)
horse
αμέσως
immediately
αμπελόφυλλο, το
wine leaf
αν
if
αναζητάω/-ώ
inquire, seek
ανακαλύπτω
discover
ανακατεύω
mix, stir
ανακοινώνω
announce
ανακοίνωση, η (οι ανακοινώσεις)
announcement
ανάμεσα
between, among
αναμονή, η
waiting
ανατολή, η
east, sunrise
ανατολικά
east
αναχωρώ
depart, take off, leave, check out
ανάβω
turn on, set fire
ανεβαίνω
go up, climb
ανήκω
belong
ανοίγω
open
,
turn on
άνοιξη, η
spring
αντηλιακό, το
sun proof cream
αντικείμενο, το (τα αντικείμενα)
object
αντιμετωπίζω (-ομαι)
face
αντίστοιχος-αντίστοιχη-αντίστοιχο
respective
αντιστοιχίζω
match
άνω
up
αξίζει
it is worth
αξιοθέατα, τα
sights
απαγορεύεται
it is forbidden
απαραίτητος-η-α
necessary
αποκτώ
obtain, get
απλός-απλή-απλό
simple
από
from, by
απόγευμα, το (τα απογεύματα)
afternoon
απογραφή, η
census, inventory
αποδυτήρια, τα
changing, locker room
απομακρύνω (-ομαι)
take, keep, get away
αποτέλεσμα, το (τα αποτελέσματα)
result
απόφαση, η (οι αποφάσεις)
decision
αποφασίζω (-ομαι)
decide
απόψε
tonight
αρακάς, ο
peas
αργά
slowly, late
(μου) αρέσει
I like
αρκούδα, η (οι αρκούδες)
bear
αρτοποιείο, το
bakery
αρχαιολογικός-ή-ό
archaeological
αρχαιολόγος, ο / η
archaeologist
αρχίζω
start, begin
αρχιτέκτονας, ο / η
architect
άρωμα, το (τα αρώματα)
perfume
ας
let’s
ασημένιος-ασημένια-ασημένιο
silver
άστρο, το (τα άστρα)
star
άσχετος-άσχετη-άσχετο
irrelevant
άτομο, το
individual
αυτοκίνητο, το (τα αυτοκίνητα)
car
αφήγηση, η (οι αφηγήσεις)
narration
Ελληνο-Αγγλικό Λεξιλόγιο / Greek-English Vocabulary
I...,84,85,86,87,88,89,90,91,92,93 95,96,97,98,99,100,101,102,103,104,...112