98
Ëåîéëüãéï
μαλώνω
fight
μανάβικο, το
vegetable shop
μανιτάρι, το (τα μανιτάρια)
mushroom
μαντείο, το
oracle
μαριδάκι, το
small fish
μάρμαρο, το (τα μάρμαρα)
marble
μαρούλι, το (τα μαρούλια)
lettuce
μάτι, το (τα μάτια)
eye
μαύρος-μαύρη-μαύρο
black
μεγαλύτερος-η-ο
bigger, older
μεγαλώνω
get
older, raise
μελιτζάνα, η (οι μελιτζάνες)
eggplant
μέλλον, το
future
μέρος, το (τα μέρη)
part
μερίδα, η (οι μερίδες)
proportion, share
μερικός-μερική-μερικό
some
μέση, η
middle, waist
μεσημέρι, το (τα μεσημέρια)
noon
μεσημεριανό,το
lunch
μετανιώνω
resent
μεταξύ
among
μεταξωτός-ή-ό
silk
μετάφραση, η (οι μεταφράσεις)
translation
μέτρο, το
meter
μετρό
underground (train), tube
μέχρι
to, till, until
μήκος, το
length
μήλο, το (τα μήλα)
apple
μήπως
by any chance
μηχανή, η (οι μηχανές)
machine
μικρότερος-η-ο
smaller
μισός-μισή-μισό
half
μόδα, η
fashion
μοιάζω
be similar, take after
μοναδικός-ή-ό
unique
μοναστήρι, το
monastery
μόνιμος-η-ο
permanent
μόνο
only
μοντέρνος-α-ο
fashionable
μοσχάρι, το
veal. beef
μουσακάς, ο
Greek food
μουσείο, το (τα μουσεία)
museum
μπαίνω
enter, come in
μπάνιο, το (τα μπάνια)
bathroom, swimming
μπισκότο, το (τα μπισκότα)
cookies
μπιφτέκι, το (τα μπιφτέκια)
burger
μπλέκω (-ομαι)
confuse, get into trouble
μπλούζα, η (οι μπλούζες)
sweater, t-shirt
μπότα, η (οι μπότες)
boot
μπουκάλι, το (τα μπουκάλια)
bottle
μπουφάν, το (τα μπουφάν)
overcoat
μπριζόλα, η (οι μπριζόλες)
steak
μυαλό, το (τα μυαλά)
brain, mind
μύθος, ο (οι μύθοι)
mythology
μυρωδιά, η (οι μυρωδιές)
scent
μύτη, η (οι μύτες)
nose
Ν
ναός, ο (οι ναοί)
temple, church
νερό, το (τα νερά)
water
νίκη, η (οι νίκες)
victory
νικάω/-ώ
win
νόμισμα, το
coin, currency
νόμος, ο (οι νόμοι)
law
νομός, ο (οι νομοί)
district, county
νότια
south
ντολμαδάκια, τα / οι ντολμάδες
Greek food
ντομάτα, η (οι ντομάτες)
tomato
ντουλάπι, το (τα ντουλάπια)
cupboard
νύχτα, η (οι νύχτες)
night
vωπός-νωπή-νωπό
fresh, damp
νωρίς
early
νωρίτερα
earlier
Ξ
ξεκινάω/-ώ
start, set off
ξεκουράζω (-ομαι)
relax
ξεναγός, ο / η (oι ξεναγοί)
guide
ξενάγηση, η (οι ξεναγήσεις)
sight seeing
ξενοδοχείο, το (τα ξενοδοχεία)
hotel
ξεχνάω/-ώ (-ιέμαι)
forget
ξεχασμένος-η-ο
forgotten
ξυπνάω/-ώ
be awake, get up
ξύπνιος-ξύπνια-ξύπνιο
awake
Ο
οδηγός, ο / η (οι οδηγοί)
driver
οδηγώ
drive
οδικώς
by car
ολόκληρος -η-ο
whole
οπωροπωλείο, το
fruit shop
όπως
like
όργανο, το (τα όργανα)
instrument
οργανώνω (-ομαι)
organize
ορθόδοξος-η-ο
orthodox
όσος-όση-όσο
as much as
I...,88,89,90,91,92,93,94,95,96,97 99,100,101,102,103,104,105,106,107,108,...112