121
Πορεία προς το μέτωπο (28η Οκτωβρίου 1940)
Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι
μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις
γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι
πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε
άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι
στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της
μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο
αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο
ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή
το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου
κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι,
φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία - μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές,
όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’
την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι
κινούσανε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει
και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα.
Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ΄χε συνήθειό του, στην ίδια
πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως. Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι, από
το μέρος το βαρύ, όπου δεν βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δεν δίναμε
τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης
λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα
να ΄ναι. Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε καθρέφτη,
ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας
τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο
μάγουλο,ναπουτηδεύτερητηνύχτασάμπωςπάλιαλλάζαμε,τηντρίτηακόμηπιοπολύ,τηνύστερη,την
τέταρτη,πιαφανερό,δενήμαστανοι ίδιοι. Μόνεσαναπηγαίναμεμπουλούκιανάκατο,θαρρούσες,
απ’όλεςτιςγενιέςκαιτιςχρονιές,άλλοιτωντωρινώνκαιρώνκιάλλοιπολλάπαλιών,που΄χανλευκάνει
απ’ τα περίσσια γένια. […]
Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ΄ρχονται,
οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με
τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για
τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας
ιστορίες για σημεία και τέρατα.
Όμωςεμείςτομόνοπουπροσέχαμεήτανεκείνεςοιφωνέςμέσαστασκοτεινά,πουανέβαιναν,καυτές
ακόμηαπό τηνπίσσατουβυθούή τοθειάφι. «Όι, όι, μάναμου», «όι, όι, μάναμου», και κάποτε, πιο
σπάνια, έναπνιχτόμουσούνισμα, ίδιοροχαλητό, που ΄λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτόςορόγχος του
θανάτου. Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν,
στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες
τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας,
1...,111,112,113,114,115,116,117,118,119,120 122,123,124,125,126,127,128