117
Λεξιλόγιο
θαλασσοπόρος:
αυτός που κάνει ταξίδια στις θάλασσες.
αξιόλογος, -η, -ο:
που είναι πάρα πολύ καλός: Αξιόλογο γεγονός / βιβλίο / έργο / άνθρωπος.
εύφορος, -η, -ο:
που παράγει ή που μπορεί να παράγει πολλούς καρπούς, γόνιμος: Εύφορο
χώμα / εύφορη χώρα / εύφορη πεδιάδα / εύφορο έδαφος.
βλάστηση:
το σύνολο των φυτών ενός τόπου: Πυκνή / αραιή / άφθονη / οργιώδης / άγρια /
παρθένα / τροπική / βλάστηση.
λατομείο:
μέρος (συνήθως βουνό) απ’ όπου βγάζουμε μάρμαρα και πέτρες, νταμάρι.
απώλεια:
όταν χάνεις κάποιον ή κάτι.
γρίφος:
καθετί που είναι δύσκολο να το καταλάβεις ή να το λύσεις.
Ξεκλειδώνουμε το κείμενο
1.
Πώς ονομάζεται το Νησί του Πάσχα στη γλώσσα των κατοίκων του; Πώς δόθηκε το όνομά του;
2.
Ποιοι πρωτοκατοίκησαν στο νησί και πώς ήταν εκείνα τα χρόνια; Ποιο ήταν το δέντρο που
υπήρχε παντού;
3.
Πώς κατασκευάζονταν τα τεράστια αγάλματα;
4.
Γιατί τελικά καταστράφηκε ο πολιτισμός αυτός στο Νησί του Πάσχα;
5.
Ποιο είναι, τελικά, το μυστήριο για το Νησί του Πάσχα;
Δραστηριότητες
1.
Θυμάστε τη λέξη θαλασσοπόρος; Αυτή η λέξη είναι σύνθετη και έχει ως δεύτερο συνθετικό
τη λέξη – πόρος, που προέρχεται από το ρήμα πορεύομαι = προχωρώ, διανύω μια απόσταση.
Έτσι, όπως είπαμε, θαλασσοπόρος είναι αυτός που διανύει αποστάσεις (ταξιδεύει) στη
θάλασσα.
Ας δούμε ακόμα μερικές λέξεις με το ίδιο συνθετικό:
Ποντοπόρος
: που διασχίζει θάλασσες κι ωκεανούς / ποντοπόρο πλοίο.
Πεζοπόρος
: αυτός που διανύει μεγάλη απόσταση περπατώντας.
Οδοιπόρος
: το ίδιο με το πεζοπόρος.
Συνοδοιπόρος
: που ταξιδεύει με κάποιον άλλον ή που ακολουθεί τις ιδέες κάποιου άλλου.
Αεροπόρος
: που διασχίζει τον αέρα με αεροπλάνο.
Πρωτοπόρος
: α. που βρίσκεται μπροστά σε μια πορεία: Τα πρωτοπόρα τμήματα του στρατού
μας μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. β. που εφαρμόζει νέες ιδέες, γνώσεις, τεχνικές
στις τέχνες, στις επιστήμες, στην κοινωνία και λειτουργεί ως παράδειγμα στους
άλλους. Πρωτοπόρα επιστήμη / τεχνολογία. Οι πρωτοπόροι της επιστήμης.
1...,107,108,109,110,111,112,113,114,115,116 118,119,120,121,122,123,124,125,126,127,...128