85
Οι χρυσές σερπαντίνες
Ζ
ούσε κάποτε ένα τρισχαριτωμένο, τετραπέρατο και πεντάμορφο κοριτσάκι που το λέγανε
Νίτα Νίτα Κουπονίτα. Η Νίτα Νίτα Κουπονίτα είχε μια γιαγιά, ένα αρκουδάκι που το λέγανε
Χιονούλη και ένα ασημόψαρο που το λέγανε Χρυσούλη και που τις απόκριες γινότανε
χρυσόψαρο.
- Τι θέλεις να ντυθείς φέτος τις απόκριες, καλή μου Νίτα Νίτα Κουπονίτα; ρώτησε ένα πρωί τη
Νίτα Νίτα Κουπονίτα η μαμά της. Λουκάνικο, Σουρωτήρι ή Μπλε μπαούλο;
- Δεν θέλω να ντυθώ ούτε Λουκάνικο, ούτε Σουρωτήρι, ούτε Μπλε μπαούλο. Θέλω να ντυθώ
πριγκίπισσα, απάντησε η Νίτα Νίτα Κουπονίτα
.
Έτσι, όταν έφτασαν οι απόκριες, η Νίτα Νίτα Κουπονίτα φόρεσε ένα φόρεμα πριγκίπισσας που
της αγόρασε η μαμά της. Ήταν ένα φανταστικό, ένα εξαίσιο, ένα καταπληκτικό φόρεμα από μωβ
μετάξι με ασημένια κεντίδια, φουσκωτά μανίκια, διάδημα από διαμαντένιες δροσοσταλίδες,
μακριά γάντια με νεραϊδένιες πούλιες και σατέν γοβάκια.
Πέρασε όμορφα εκείνες τις απόκριες η
Νίτα Νίτα Κουπονίτα. Πολύ όμορφα.
Ήπιε
βυσσινάδα,
πορτοκαλάδα,
μανταρινάδα και χιονοπαγωνάδα, έφαγε
λουκουμάκια,
κουραμπιεδάκια
και
μελοζαχαρουδάκια, χόρεψε φλίπι-φλοπ
και σούπι-σούπι, γέλασε με την καρδιά
της κι όπου πήγαινε όλοι την καμαρώνανε
και λέγανε:
- Κοιτάτε την, καλέ! Κοιτάτε την! Σαν
αληθινή πριγκιποπούλα είναι!
Όταν, όμως, μετά από μερικές μέρες
πέρασαν οι απόκριες, της είπε η μαμά της
την ώρα που σούρωνε μακαρόνια:
- Και τώρα Νίτα Νίτα Κουπονίτα μου,
έφτασε η ώρα να βγάλεις τη στολή σου,
για να τη βάλουμε στο μπαούλο. Του
χρόνου πάλι με το καλό.
- Τι; Να βγάλω τη στολή μου;
Αποκλείεται! Καλύτερα να καταπιώ πέντε
κάμπιες, είπε η Νίτα Νίτα Κουπονίτα. Δεν
θέλω να βγάλω τη στολή μου! Θέλω να
μείνω για πάντα πριγκίπισσα!
- Μα δεν γίνεται αυτό, καλή μου Νίτα
Νίτα Κουπονίτα, είπε η μαμά και άρχισε
να τρίβει τυρί. Δεν είσαι πριγκίπισσα
και δεν μένεις σε μεγάλο παλάτι. Είσαι
μια μικρή πιτσιρίκα και μένεις σε μικρό
σπιτάκι. Βγάλε αμέσως τη στολή, λοιπόν,
1...,75,76,77,78,79,80,81,82,83,84 86,87,88,89,90,91,92,93,94,95,...128