114
Δώρο στον Αϊ-Βασίλη
Παραμονές Πρωτοχρονιάς. Ο Θανασάκης, μέρες τώρα
σκεφτόταν το γράμμα που έπρεπε να ετοιμάσει για τον Αϊ-
Βασίλη. Το είχε κάνει και πέρυσι αυτό και όταν έφτασε η νύχτα
της Πρωτοχρονιάς, ο Αϊ-Βασίλης, την ώρα που εκείνος κοιμόταν,
ήρθε κι άφησε πλάι στο κρεβατάκι του το παιχνίδι που είχε
ζητήσει: Ένα πανέμορφο αυτοκίνητο, ίδιο με τα αληθινά. Με
τιμόνι, με ρόδες, με καθίσματα. Τίποτα δεν του έλειπε.
Φέτος ο Θανασάκης θα ζητήσει από τον Αϊ-Βασίλη ένα καράβι.
Του αρέσουν πολύ τα καράβια. Από το καλοκαίρι που ταξίδεψε και πήγε στο νησί με το καράβι,
από τότε του μπήκε επιθυμία στην καρδιά του ν’ αποκτήσει ένα καράβι δικό του.
- Μαμά, πότε θα γράψουμε το γράμμα στον Αϊ-Βασίλη;
- Καλά που το θυμήθηκες, Θανασάκη, είπε εκείνη χαμογελώντας. Φέρε μολύβι και χαρτί, γιατί
καθυστερήσαμε κιόλας. Δε μου είπες όμως, τι δώρο θέλεις να σου φέρει ο Αϊ Βασίλης; Έχεις
αποφασίσει;
- Μαμά, λες να έχει καράβια ο Αϊ Βασίλης;
- Βεβαίως και έχει. Απ’ όλα έχει για τα καλά παιδιά.
- Μόνο για τα παιδιά; Για τον εαυτό του δεν έχει;
- Μα, τι θέλεις να πεις; Δεν καταλαβαίνω.
- Να, σκέφτομαι ότι αφού είναι πλούσιος ο Αϊ-Βασίλης και δίνει δώρα στα παιδιά θα έχει και
για τον εαυτό του ό,τι επιθυμεί. Θα έχει, δηλαδή, δικό του αληθινό καράβι, αληθινό αυτοκίνητο,
ίσως και ελικόπτερο.
- Όχι, όχι, κάνεις λάθος Θανασάκη. Ο Αϊ-Βασίλης δεν έχει τίποτε απ’ όλα αυτά. Βλέπεις όλα
τα λεφτά τα χαλάει για τα παιδιά και ο ίδιος είναι φτωχός. Η μητέρα πήρε το χαρτί κι έγραψε το
γράμμα που της υπαγόρευσε ο Θανάσης.
«Σεβαστέ κι αγαπημένε μου Αϊ-Βασίλη. Είμαι ο Θανασάκης. Σε θυμάμαι πάντα με αγάπη.
Φέτος θέλω να μου φέρεις ένα καράβι…»
Ο Θανασάκης σταμάτησε. Η μαμά του ρώτησε:
- Ναι; Τι καράβι θέλεις να γράψω;
- Τίποτα, τίποτα. Ένα καράβι. Ντράπηκε να πει το πιο μεγάλο καράβι που μπορούσε να γίνει.
Αφού ο Αϊ -Βασίλης δεν ήταν πλούσιος, ήταν ντροπή να ζητάει κανείς πολύ ακριβά δώρα.
- Ωραία, είπε η μητέρα. Έβαλε από κάτω το όνομα του παιδιού κι έκλεισε το φάκελο. Μόλις
βγω έξω, πρόσθεσε, θα το ταχυδρομήσω.
Τ’ απόγευμα ο Θανασάκης με τη μητέρα του πήγαν στα ξαδελφάκια του, τη Λίνα και τον Πετρή.
1...,104,105,106,107,108,109,110,111,112,113 115,116,117,118,119,120,121,122,123,124,...128