123
Πώς ένα άλογο κι ένας σπουργίτης βοηθούν ο ένας τον άλλο
Ήταν χειμώνας, χιόνια σκέπαζαν τα βουνά και τους κάμπους· κάτασπρες ήταν οι στέγες των
σπιτιών.
Τα σπουργίτια δεν έβρισκαν τροφή και πεινούσαν.
Ένα σπουργίτι πέταξε στο στάβλο ενός αλόγου.
– Mου δίνεις την άδεια να φάω κι εγώ λίγους σπόρους; του λέει. Όλα γύρω τα σκέπασαν τα
χιόνια. Δε βρίσκω να φάω και πεινώ το άμοιρο. Αν έβρισκα, δε θα ζητιάνευα.
Το άλογο αποκρίθηκε με καλοσύνη:
– Έλα κοντά με θάρρος και φάε όσο θέλεις. Είναι εδώ αρκετό κριθάρι και για μένα και για σένα.
Το σπουργίτι πλησίασε, κι έτσι έτρωγαν μαζί, σαν αγαπημένοι φίλοι. Αφού χόρτασε, το σπουργίτι
είπε:
– Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ πολύ. Mου έκανες μεγάλη χάρη και δε θα τη λησμονήσω. Kι ενώ
πετούσε, έλεγε με το νου του:
– H χάρη θέλει αντίχαρη. Mα τι μπορώ να κάμω, εγώ ο μικρός, στο μεγάλο και δυνατό άλογο;
Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη, κι ύστερα το καλοκαίρι. Πολύ μεγάλη ήταν η ζέστη. Πλήθος
μύγες ήταν στο στάβλο και πείραζαν το άλογο και δεν το άφηναν να ησυχάσει. Τότε είπε ο
σπουργίτης:
– Nα ώρα, να κάμω κι εγώ κάτι στο καλό άλογο. Πέταξε μέσα στο στάβλο και κατάπινε τις μύγες.
Έτσι χόρταινε, μα και λευτέρωνε το φίλο του από τη μεγάλη ενόχληση. Tο άλογο χλιμίντριζε από
ευχαρίστηση, σα να έλεγε στο σπουργίτι:
– Σ’ ευχαριστώ, αγαπητό μου σπουργιτάκι.
Aρ. Π. Kουρτίδης,
Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού,
Μέρος Πρώτο, O.E.Δ.B.
1...,113,114,115,116,117,118,119,120,121,122 124,125,126,127,128,129,130,131,132,133,...152