54
Όνειρα γλυκά, Μάρκο
Η νύχτα ήταν σκοτεινή και στην οδό Δαμασκηνιάς έβρεχε και φυσούσε. Στο άσπρο σπίτι
η μαμά Αρκούδα έβαζε τον Μάρκο για ύπνο.
- Έτοιμος, Μάρκο;
- Όχι ακόμα, είπε ο Μάρκος, περιμένω.
Η μαμά κάθισε στο κρεβάτι δίπλα στον Μάρκο και διάβασαν μαζί το αγαπημένο του
βιβλίο, που το είχαν μάθει πια απέξω. Ύστερα η μαμά Αρκούδα τράβηξε την κουβέρτα, μια
κατακόκκινη κουβέρτα, και σκέπασε τον Μάρκο καλά καλά ως τον λαιμό. Την άλλη άκρη
την τύλιξε κάτω από τα πόδια του, φτιάχνοντας μια ζεστή φωλιά. Έξω ο άνεμος φυσούσε.
Βου-ου-ου-ου!
- Έτοιμος τώρα, Μάρκο;
- Όχι ακόμα, είπε ο Μάρκος, περιμένω.
Η μαμά Αρκούδα έφερε και τους φίλους του Μάρκου στο κρεβάτι κι όλοι αγκαλιάστηκαν
κάτω από την κατακόκκινη κουβέρτα.
Έξω έπεφτε δυνατή βροχή. Πλατς! Πλατς! Πάνω στη σκεπή. Πλατς! Πλατς! Πάνω στα
παράθυρα.
Κι ο άνεμος φυσούσε με ορμή. Βου-ου-ου-ου!
- Έτοιμος τώρα, Μάρκο;
- Όχι ακόμα, είπε ο Μάρκος, περιμένω.
Η μαμά Αρκούδα έφερε δυο ποτήρια γάλα. Κι οι δυο τους ήπιαν παρέα το γάλα που ήταν
τόσο ζεστό και νόστιμο! Ύστερα η μαμά Αρκούδα χασμουρήθηκε.
- Τώρα πια πρέπει να είσαι έτοιμος, είπε.
Όμως ο Μάρκος κούνησε το κεφάλι.
- Περιμένω, είπε.
- Μμμμ, έκανε η μαμά Αρκούδα.
- Για να σκεφτώ λιγάκι. Διαβάσαμε το βιβλίο, φτιάξαμε τη φωλίτσα μας, φέραμε τους
φίλους σου κι ήπιαμε ζεστό γάλα. Θύμισέ μου, Μάρκο, τι ξέχασα;
- Ξέρεις τι, είπε ο Μάρκος.
- Μμμμ, έκανε η μαμά Αρκούδα. Βιβλίο, κουβέρτα, φίλους, γάλα, βιβλίο, κουβέρτα,
φίλους, γάλα…
Ο Μάρκος περίμενε. Και περίμενε και περίμενε.
Ώσπου, επιτέλους, η μαμά Αρκούδα είπε:
- Α, το βρήκα! Το φιλάκι της καληνύχτας!
Κι έσκυψε στο κρεβάτι και -ματς- φίλησε τον Μάρκο και μια και δυο και τρεις και τέσσερις
φορές.
1...,44,45,46,47,48,49,50,51,52,53 55,56,57,58,59,60,61,62,63,64,...144